Κι οι μέρες τούτες είναι σα να ζεις
μες στην κοιλιά ενός ζώου που το δέρνει η θέρμη,
οι άνθρωποι στους δρόμους φεύγουν και γίνουνται
καθώς μια λάσπη λιπαρή ποτισμένη ιδρώτα.
«Γνωρίζετε αδελφοί! ότι ο Αδάμ και η Εύα
είναι η αρχή εξ ής το ανθρώπινον γένος κατάγεται…»
κήρυχνε ο Πολωνός Μίλβιτς,
κι ο Μακρυγιάννης σάπιος από τις πληγές
δυο στα κεφάλι και άλλες στο λαιμό και το ποδάρι
το χέρι χωρίς κόκαλα και σίδερα στη γαστέρα
για να κρατιούνται τ΄ άντερα -
γεμάτος όνειρα σαν το μεγάλο δέντρο
γράφοντας γράμματα στο Θεό.
Τι είχε να κάνει με τους Πολωνούς ο Μακρυγιάννης;
με τα κηρύγματα των καρμπονάρων,
ή με τους Βαυαρούς ή με τους Φαναριώτες;
Ήταν ένας άντρας από δω
γεννημένος σε μια ρεματιά σαν το σκίνο
κι αυτό ήταν όλο: μοναξιά κι έχτρα,
κι ο μοίραρχος Πτολεμαίος.
Σκορπάει σκυλόδοντα το φως, ή άσφαλτο λιώνει
τα σπίτια με χαμηλωμένα βλέφαρα πονούν
κι οι μηχανές πριονίζουν σάρκες χωρίς αίμα -
Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις
έξι μήνες φυλακωμένος σε δυο δρασκελιές κάμαρη
και σκούζω νύχτα μέρα-μέρ΄ απ΄ τις πληγές μου.
Τούτο γινότανε στις δεκατρείς
τυοτ΄νού του μήνα (Αύγουστος 1852).
Κι ο ανακριτής τονίζοντας τις γενικές πληθυντικές
έκανε την κατ΄ οίκον έρευνα χωρίς ν΄ αφήσει τίποτε
κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου (του Θεού)
κι ο άλλος κοντός κι αρχάριος
ρωτούσε επίμονα όλους μες στο σπίτι
ποιος ήταν ο καλόγερος που χάρισε
του στρατηγού το κομπολόι
τόσο ασυνήθιστα μακρύ.
Κι ο μοίραρχος με τη στολή του, ο Πτολεμαίος
πήρε το γέρο ανήμερα της Παναγιάς
στο Μεντρεσέ που φυλακώνουν τους κακούργους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου