......................................................................... του λογοτεχνικού περιοδικού ΥΦΟΣ *

Η Φωτό Μου
Ξεφυλλίζοντας... με τον Πάνο Αϊβαλή



"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.

ΥΦΟΣ

ΥΦΟΣ
.................................................................Η ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΥΦΟΣ πατήστε πάνω στο εικονίδιο

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

M. Μητσάκης: ο Παράφρων Περιηγητής της Άγνωστης Ελλάδας



Ιστορία της Λογοτεχνίας

Προστέθηκε από 24grammata
γράφει η Ειρήνη Μαραγκόζη *
Σε ένα λευκό δωμάτιο του Δρομοκαΐτειου Ψυχιατρείου είναι κλεισμένος ένας άνθρωπος μοναχικός. Στα μάτια του λάμπει το φως της τρέλας και η γαλήνη του μακάριου που ξέρει πως αντίκρισε νοήματα ερχόμενα από κόσμους άλλους και μακρινούς.
Μόνος, καθισμένος στη γωνιά του κρεβατιού του, γράφει μανιωδώς κείμενα γραμμένα σε μεικτή γλώσσα: μισά Ελληνικά –και μάλιστα καθαρευουσιάνικα– μισά Γαλλικά. Όποιος ρίχνει μια ματιά στη λογοτεχνική παραγωγή της τρέλας του, δυσφορεί, θεωρώντας τα κείμενά του αλλοπρόσαλλα. Όποιος τον είχε γνωρίσει στην περίοδο της υγιούς ακμής του, νιώθει θλίψη, μα τρέχει γρήγορα να φύγει απ’ το δωμάτιο αυτό της τρέλας, γιατί λυπάται για τη μοίρα του ανθρώπου. Κι όποιος μεταγενέστερος αναγνώστης τον αντάμωσε απλώς μέσα απ’ τις σελίδες των πεζογραφημάτων του, αδυνατεί να καταλάβει πώς αυτό το καθαρό πνεύμα άλλαξε πορεία και ασπάστηκε τη μανία και την παράνοια.
Μιλάμε για τον Μιχαήλ Μητσάκη (1868(;)-1916), σπουδαίο πεζογράφο της γενιάς τού 1880, καταδικασμένο στα χρόνια της ζήσης του να μη γνωρίσει τη μαζική αναγνώριση για το έργο του, αφού δεν κατόρθωσε ποτέ να εκδώσει το δικό του βιβλίο – ενώ οι απόπειρές του να εκδώσει τα δικά του περιοδικά (Ο Θόρυβος, Η Πρωτεύουσα) δεν ευόδωσαν ποτέ. Ο ίδιος είπε κάποτε στον Δ. Π. Ταγκόπουλο, που ήταν εκείνος που ενδιαφέρθηκε για τη διάσωση του έργου του Μητσάκη μετά τον θάνατό του: «Την έχω στο αίμα μου την αποτυχία! Βγάζετε τουλάχιστον εσείς βιβλία που είστε τυχερώτεροι».
Αντ’ αυτού αρθρογραφούσε τακτικά σε διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες, κυρίως ως ταξιδιωτικός περιηγητής: Περιδιάβηκε πολλά μέρη της Ελλάδος και χάρη στο διεισδυτικό του μάτι και τη δυνατή του πένα έδωσε απαράμιλλες περιγραφές της άγνωστης Ελλάδας, που ούτε η πιο προηγμένη ψηφιακή κάμερα της εποχής μας δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει. Οι εικόνες μιας άλλης εποχής ζωντανεύουν μεμιάς μπροστά στα μάτια μας, διαβάζοντας οποιοδήποτε πεζογράφημα του Μιχαήλ Μητσάκη.
Επιστρέφοντας νοερά στο λευκό δωμάτιο του Δρομοκαΐτειου Ψυχιατρείου βλέπω τον Μητσάκη να κάθεται στη γωνιά του. Η παραφιλολογία λέει ότι ο Μητσάκης έζησε σ’ αυτό το ίδιο δωμάτιο, στο οποίο απεβίωσε ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας, ο Βιζυηνός, λες και ο ένας έδωσε τη θέση του στον άλλο, κληροδοτώντας του την ίδια κατάρα: το στίγμα της τρέλας – αναρωτιέμαι αν ονομάζουμε τρέλα ό,τι οι «λογικοί» άνθρωποι αδυνατούμε να κατανοήσουμε, γιατί στα έργα και των δυο μόνο μεγαλοφυΐα αναγνωρίζουμε σήμερα…
Ας είναι… Εισβάλλοντας, λοιπόν, στο λευκό δωμάτιο, προσπαθώ να ζωντανέψω τον Μιχαήλ Μητσάκη κοιτάζοντας τη φωτογραφία του και διαβάζοντας την περιγραφή του συγγραφέα από τον Δ. Π. Ταγκόπουλο: «…Τον έβλεπα στους αθηναϊκούς δρόμους ταχτικά, ταχτικώτατα, πάντα με το ίδιο χρώμα των ρούχων, το ίδιο σχήμα της ρεπούμπλικας, τη “σφήνα” του καλοψαλιδισμένου πάντα γενιού του, την ανασηκωμένη, που αντίκρυζε την άκρη της μύτης, με τα μάτια του τα μικρά, τα μυωπικά, τα περιεργότατα, που αδιάκοπα γύριζαν δεξιά-ζερβά και όλα προσπαθούσαν να τα ιδούν και να μην τους ξεφύγει το παραμικρότερο από τα γύρω»…
Τον πλησιάζω και προσπαθώ να του μιλήσω… Αν ζούσε ο Μιχαήλ Μητσάκης στις μέρες μας, θα ήταν πιθανότατα συνεργάτης του περιοδικού μας. Θα ταξίδευε όπως παλιά σε περιοχές –τότε που ήταν ανταποκριτής των εφημερίδων Ακρόπολις και Άστυ– και θα μας έστελνε τα παράξενα άρθρα του… Άλλωστε μέσα στο έργο του φανερώνεται κατά κύριο λόγο η Μυστική Ελλάδα του τέλους τού 19ου αιώνα: Τα τουρκοκρατούμενα Γιάννενα, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της Ηπείρου και η παντελής αδιαφορία του Ελληνικού Κράτους για τα υπόδουλα αδέλφια· η Κέρκυρα και το μακρύ ταξίδι των τριάντα ωρών (με το τρένο ως την Κόρινθο, οδικώς μέχρι την Πάτρα και με το πλοίο από την Πάτρα στην Κέρκυρα)· η Θεσσαλία, η Εύβοια, η Πελοπόννησος, οι Κυκλάδες· και φυσικά η ίδια η Αθήνα, το κέντρο του Ελληνικού Κράτους, γεμάτη από ετερόκλητα στοιχεία, κατοικούμενη από ανθρώπους που αναζητούσαν την ταυτότητά τους, αστικό κέντρο και χωριό ταυτόχρονα…
Όσα περισσότερα μαθαίνω για τον Μητσάκη, τόσο περισσότερο τον προσεγγίζω, καταδύομαι στο διεισδυτικό του βλέμμα, με το οποίο σκάναρε την πραγματικότητα. Μέσα στα μάτια του ένας ολόκληρος κόσμος από εικόνες ζωντανές, ρεαλιστικές, σκληρές πολλές φορές. Και παράλληλα ένας κόσμος από σκέψεις, ερωτήματα, συμπεράσματα, καθαρευουσιάνικες λέξεις τόσο ωραία αποτυπωμένες στο χαρτί…
Θέλω πολύ και τελικά κατορθώνω να συνομιλήσω με τον Μιχαήλ Μητσάκη. Είναι ανοιχτό και καθαρό το πνεύμα του, ένα πνεύμα άλλων καιρών που είναι δύσκολο να καταλάβει ο πανικόβλητος άνθρωπος της ψηφιακής εποχής…
Η παρακάτω συζήτηση μεταξύ εμού και τη Μιχαήλ Μητσάκη, εκτυλίχθηκε σε μιαν άλλη πραγματικότητα, στην οποία ο θάνατος δεν χωρίζει τους ανθρώπους. Στον κόσμο της νόησης, του πνεύματος και της λογοτεχνίας όλα είναι δυνατά. Τα όρια παραβιάζονται όταν διαβείς τις πύλες των σελίδων των βιβλίων μιας άλλης εποχής. Οι ερωτήσεις που σχηματίζονταν στο μυαλό μου, απαντιούνται μέσα από τις σελίδες του Μητσάκη …
Κύριε Μιχαήλ Μητσάκη, σε πολλά έργα σας μας ταξιδεύετε σε μια μυστική Ελλάδα που ίσως ελάχιστοι γνώρισαν στην εποχή σας και σίγουρα κανένας δεν θυμάται πια, σήμερα, στη δική μου εποχή. Και σας μελετούν πλέον οι λαογράφοι και οι ιστορικοί, εσάς, που στην εποχή σας ελάχιστοι αποδέχτηκαν να σας αναγνωρίσουν. Σας μελετούν πλέον με προσοχή, γιατί τα κείμενά σας βρίθουν από πληροφορίες σχετικά με τη φυσιογνωμία των πόλεων και των χωριών, για τα κτήρια και τον πληθυσμό, για τη Φύση, για τα άτομα, την κοινωνική συμπεριφορά τους, το ντύσιμό τους.
Μια από τις αγαπημένες σας δραστηριότητες ήταν να περπατάτε στους δρόμους της Αθήνας και να παρατηρείτε αδιάκοπα τους ανθρώπους και τις αντιδράσεις τους. Ιδιαίτερη συμπάθεια τρέφατε προς τα ζώα και τους αλλόφρονες και σας άρεσε να αναπαριστάνετε με τη νατουραλιστική πένα σας τον βάναυσο τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι κακομεταχειρίζονταν αυτά τα όντα. Τέτοια σοκαριστικά διηγήματα είναι τα: Παράφρων, Θεάματα του Ψυρρή, Άνθρωποι και Κτήνη, Το Κάρρον, Αρκούδα, Το Γατί. Σε αυτά απεικονίζεται η βαρβαρότητα του έλλογου όντος, του ανθρώπου, ο οποίος δεν διστάζει να βασανίσει μέχρι εσχάτων όποιον είναι πιο αδύναμος απ’ αυτόν. Στο διήγημα Το Γατί περιγράφετε τον αποτρόπαιο τρόπο με τον οποίο νεαρά παιδιά βασανίζουν μέχρι θανάτου ένα λευκό γατάκι…
…Αλλ’ ενώ έτρεχεν, η πέτρες ήρχισαν κ’ εκείνες να επαναπίπτουν βροχηδόν, μία το κτύπησ’ εις το κόκκαλον, επάνω της ουράς, άλλη του έμπασε μέσα τα πλευρά, άλλη το ευρηκ’ εις την ρίζαν του δεξιού αυτιού, βιαία, ήρπασεν ένα κομματάκι εκ του δέρματος αυτού, το συναπήγαγε κυλούσα, τετάρτη του επλήγωσεν άλλου ποδός το νύχι, συγχρόνως δε οι διώκται τού επήλαυναν, το κύκλωναν, κ’ ένας εξ αυτών άπλωνεν ήδη την χείρα να το πιάσει. Αισθανθέν όμως τον κίνδυνον το ζώον, καταφοβισμένον, διωλίσθαινε και τώρα υπό την παλάμην ήτις το ηπείλει, και ετρέπετο, σύρον τους δύο πόδας του αλγούντας, το αιμάσσον του αυτί, την ράχιν του μισοσπασμένην, την ουράν του την τραυματισμένην, αύθις προς άτακτα πηδήματα. Αλλά κ’ εκείνοι επηδούσαν εξοπίσω του ομοίως, το κατέφθαναν, αδυνατούν να τρέξη πλέον γρήγορα, το άρπαζαν, σφαδάζον…
Στο διήγημα Αρκούδα, πέρα από την περιγραφή του επονείδιστου τρόπου που συμπεριφερόταν ένας άνθρωπος προς μια αρκούδα, κάνετε και κοινωνικό σχόλιο για εκείνους τους ανθρώπους που εκμεταλλεύονταν τότε –και που δυστυχώς συμβαίνει ακόμη και σήμερα– άτυχα άγρια ζώα τα οποία αιχμαλωτίζονται και πέφτουν θύματα κακομεταχείρισης, με σκοπό να βγάλει ο αφέντης τους κάποια χρήματα, προσφέροντας άθλιο και σιχαμερό θέαμα…
Χόρεψε καλά, ταλαίπωρη αρκούδα, χόρεψε καλά, διά να μη φάγη λακτισμούς ο πισινός σου! Χόρεψε γρή­γορα και χόρεψε θερμά, διά να μη σου αργάσουν το το­μάρι η ξυλιές! Χόρεψε τεχνικά και χόρεψ’ εύθυμα, διότι το βράδυ, μέσα εις την πνιγηράν σας τρύπαν, οπού άγχεται το στήθος σου, δεν θα βρεθή ούτε καν ένα κόκκαλον να γλείψης! Χόρεψε ποικιλότροπα, διότι θα δεθής σκλη­ρότερα, και ισχυρότερα θα σφίξη ο κημός την μύτην σου!
Χόρεψ’ αρκούδα, χόρεψε, διά να γελάσουν οι διαβάται που περνούν! Χόρεψ’ αρκούδα, χόρεψε, διά να σε ιδούν η κυράδες του μεμακρυσμένου μαχαλά, που σε κυττάζουν απ’ τας θύρας, από τα παράθυρα και μειδιούν με τα πα­ράξενά σου τα καμώματα! Χόρεψ’ αρκούδα, χόρεψε, διά να διασκεδάσουν τα παιδόπουλα, όπου πολιορκούν τον βλάχον και την ορχηστρίδα του, φαιδρά διά το σπάνιον φαινόμενον, κι όπου σε βλέπουν έκπληκτα, και σε πε­ριεργάζονται και σε θαυμάζουν, και σ’ εμπαίζουν και χο­ροπηδούν τριγύρω σου κι’ αυτά, και προσεγγίζουν όσον δύνανται, και πού και πού επιχειρούν ν’ αδράξουν τρίχες αιφνιδίως και βιαίως από την μαύρην σου προβιάν, καθώς διαβαίνεις έμπροσθέν των!…
Στο Υπό την Συκήν αναφέρεστε σε κάτι παράξενο: Σε μια ταφόπλακα στην Πάρνηθα, που βρισκόταν κάτω από μια συκιά, οχτώ μαθήτριες έγραψαν τα ονόματά τους πλάι στο όνομα της νεκρής, τα κόκαλα της οποίας ήταν θαμμένα στο χώμα. Είναι παράξενη σύλληψη, γιατί θίγει πρωτότυπα το θέμα της ζωής και του θανάτου: Στην ταφόπλακα αυτή, μα και στο διήγημά σας, συναντήθηκε ο θάνατος και η ζωή, το γήρας και η παρακμή με τη νεότητα και την ακμή…
Και ενώ ο ήλιος, δύων εκεί κάτω, οπίσω του Πάρνηθος, αποχαιρετίζει με τας τελευταίας ακτίνας του το ερημικόν εκκλησίδιον, τα ονόματα των τρελλών κορασίδων, εκρύγνυνατι επί του μαρμάρου, υφ’ ο κείνται της γραίας τα κόκκαλα, φαιδρά, ως ειρωνικός καγχασμός της Ζωής και της Νεότητος προς τον Θάνατον, και παραδόξως ταυτοχρόνως πένθιμα, ως απροσδόκητος και αλλόκοτος αρραβών προς τον Τάφον…
Το διήγημά σας Εις τον Οίκον των Τρελλών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί αναφέρεται στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας στο οποίο νοσηλευτήκατε κάποιες μέρες. Ήταν η πρώτη εκδήλωση της ασθένειάς σας που κατέστησε επείγουσα την προσαγωγή σας σε εκείνο το ίδρυμα στις 20 Δεκεμβρίου 1896 – 5 Ιανουαρίου 1897… Πώς αντιμετώπιζαν στην εποχή σας τους παράφρονες οι άλλοι άνθρωποι, οι «λογικοί»;
Αι πλείσται των επαρχιακών πόλεων ή χωρίων έχουν και τον παράφρονά των, όστις σύρεται εις τας οδούς των, βασανίζεται παντοιοτρόπως υπό των φρονίμων, λιμώττει, γυμνητεύει, παγόνει υπό τον άνεμον, ψήνεται υπό τον ήλιον, αποκτηνούται ή αποθηριούται και τελειόνει εκ συμβεβηκότος τινός ελεεινώς τας παλυπαθείς του ημέρας στερών τους συμπολίτας του, οίτινες μόνον τότε ενθυμούνται να τον λυπηθώσι, του αθύρματος και της διασκεδάσεως αυτών…
Ταξιδέψατε δύο φορές στα Γιάννενα, το 1887 και το 1889. Μου έκανε εντύπωση ότι επισημαίνετε την ελληνικότητα της Ηπείρου και τονίζετε το γεγονός ότι όλοι οι κάτοικοι της περιοχής –Τούρκοι, Εβραίοι και Έλληνες– είχαν για μητρική τους γλώσσα την Ελληνική. Ποια είναι η άποψή σας για την Ήπειρο και τι μήνυμα στέλνατε τότε στην κυβέρνηση Τρικούπη και στους πολιτικούς γενικότερα, οι οποίοι, κάθε άλλο παρά έδειχναν την απαραίτητη φροντίδα για την προσάρτηση της Ηπείρου στην ελεύθερη Ελλάδα;
Η Ήπειρος… τόσον εγγύς, και εν τούτοις παρίσταται απομακρυσμένη, απομακρυσμένη χώρα άγνωστος, ην ουδέποτε τις εξηρεύνησε…
Πόσοι εξ υμών αρά γε την γνωρίζετε, ω Έλληνες πολι­τευόμενοι, οίτινες εκπροσωπείτε και διερμηνεύετε τας εθνικάς αξιώσεις επ’ αυτής και οίτινες θα την διοικήσετε μίαν ημέραν; Πόσοι εξ υμών έχουν ιδέαν τινά περί αυτής, ω Έλληνες στρατιωτικοί, οίτινες θα πολεμήσετε ποτέ επ’ αυτής και χάριν αυτής; Πόσοι εξ υμών την επεσκέφθησαν, ω Αθηναίοι δημοσιογράφοι, δι’ ους Ελλάς κατήντησε να θεωρήται ο μεταξύ των καθισμάτων του Γιαννόπουλου και της εξέδρας της μουσικής χώρος της πλατείας του Συντάγματος; Εις τίνα ήλθατε ποτέ προς αυτήν συνάφειαν, εσκέφθητε ποτέ περί αυτής, εφροντίσατε ποτέ περί αυτής, ηξεύρετε πώς διοικείται, πώς εργάζεται, πώς ζη, ηρωτήσατε ποτέ αν κατοικήται από δίποδα ή από τετρά­ποδα, από πρασινοχρώμους ή από ερυθροδέρμους, από μέλη της καυκάσιας φυλής ή απεναντίας της μογγολικής, εμάθατε ποτέ τι φρονεί περί υμών ή τι νομίζει ότι φρο­νείτε περί αυτής, πώς σας κρίνει, ποίον θεόν πιστεύει και ποίους πόθους λατρεύει και τι ελπίδας προσκυνεί, ω ελεύθεροι, οίτινες περιμένετε εν τούτοις να επωφεληθήτε πάλιν καμμίαν νέαν ανατολικήν αναστάτωσιν διά να χυθήτε και επ’ αυτής, όπως εχύθητε επί της Θεσσαλίας, σμήνος πειναλέων ακριδών, είτε ως πετσωματάδες, είτε ως υπάλληλοι, είτε ως έμποροι, είτε ως πολιτευόμενοι, είτε ως δικηγόροι;
Οι Έλληνες πολιτικοί μοιάζουν να μην έχουν αλλάξει και πολύ από την εποχή σας μέχρι και σήμερα… Με τους Έλληνες χρηματιστές τι γίνεται; Ήταν τυχαίο που πριν λίγα χρόνια εξαπατήθηκαν χιλιάδες κόσμου δίνοντας πίστη στις υποσχέσεις για άμεσο πλουτισμό; Γνωρίζω ότι ανάλογες χρηματιστηριακές «φούσκες» είχαν σκάσει και στην εποχή σας. Η ιστορία μάλιστα είχε πάρει τόση έκταση που πήρε την ονομασία τα Λαυριακά. Γνωρίζω ότι είχατε καταγράψει λεπτομέρειες για το θέμα αυτό…
Εις ιταλοελληνικήν τινά εταιρίαν καιρδοσκόπων εχόντων φαίνεται και αρχαιολογικάς γνώσεις είχεν επέλθει κατά το σωτήριον έτος 1869 η αρκετά πρωτό­τυπος ιδέα ότι τα υπό των αρχαίων συγγραφέων περι­γραφόμενα εν Λαυρίω μεταλλεία αργύρου δεν είχαν ίσως ολοσχερώς εξαντληθή υπ’ εκείνων, αφού δε οι νεώτεροι χρόνοι είδαν το έκτακτον φαινόμενον ολοκλήρου λάου, τεθαμμένου τέως ως διαπαντός υπό την δουλείαν, ανισταμένου εκ νεκρών, δεν θα ήτον όλως παράβολος πιθανώς η σκέψις ότι διά καταλλήλου εργασίας θα ηδύνατο ν’ ανευρεθώσι και οι θησαυροί ους είχεν άλλοτε, υπό την γην του κεκρυμμένοι. Εκίνησαν λοιπόν, και ήλθαν εις τας Α­θήνας, και διηυθύνθησαν εις το Λαύριον, και έκαμαν πει­ράματα, κ’ επέτυχαν, και ήρχισαν να αγοράζουν αφειδώς των χωρικών τα κτήματα. Συγχρόνως έστησαν προχείρως κ’ εργαστήρια τινά, και επεχείρησαν ανασκαφάς, κ’ εξήγαγον τας επονομασθείσας εκβολάδας, χώμα τουτέστι και γης βώλους, των παλαιών ορυχείων τ’ απορρίμματα, εν οις υπήρχεν αργυρούχος μόλυβδος ή άλλα ορυκτά. Εις τας Αθήνας έγινε γνωστόν πως εις το Λαύριον εξάγεται ασήμι, ο κόσμος συνεκινήθη ως εικός διά το καινότροπον άγγελμα μεγαλοποιούμενον βέβαια ανά τα στόματα παν­τοίους εννοείται, η κυβέρνησις έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προς εξασφάλισιν των συμφερόντων του κράτους, η ιτα­λική αφ’ ετέρου επενέβη όπως εξασφάλιση τα δικαιώμα­τα της Εταιρίας, διεθνές επεισόδιον εγεννήθη και το πράγμα έλαβε διαστάσεις εθνικού και ευρωπαϊκού σχεδόν ζητήματος…
Αιφνίδια δίψα πλουτισμού κατέλαβε τα πλήθη, ην εκμε­ταλλευόμενοι οι έξωθεν επί τη ευκαιρία ταύτη επελθόντες τότε χρηματισταί υπεξέκαυσαν όλα τα μωρά ένστικτα του όχλου κ’ έδωκαν να πιστεύση εις αυτόν, ότι εκεί πέραν, εις την Σουνιακήν άκραν, εκρύπτοντο θησαυροί αμύθητοι. Ολιγώτερα δε βεβαίως τούτων ήρκουν διά να μεταβληθούν αι τέως ήσυχοι Αθήναι, αι τέως ανατολίτισσαι Αθήναι, αι Αθήναι των νοικοκυραίων, των παντοπωλών και των τραμπούκων, εις είδος τι αμερικανικής πόλεως μαινόμε­νων χρυσοθήρων… Έξωθεν της Ωραίας Ελλάδος εγκαθιδρύθη το πρώτον πρόχειρον χρηματιστήριον, και εμυήθη η τέως απλοϊκή Ελ­λάς, η Ελλάς των οικογενειών του ’21 και των αναμνή­σεων του αγώνος, η Ελλάς ήτις ήτον ακόμη εν είδος οικογενείας και αυτή, τα θαυμάσια της ζωής των πεπολιτισμένων κοινωνιών, τον περί το χρήμα αγώνα, τον διά παντός τρόπου εκ του μηδενός πλουτισμόν, τα μυστήρια της κυβείας. Ήτο δ’ εκεί πλέον ανά πάσαν πρωΐαν το γενικόν των Αθηναίων εντευκτήριον. Έμποροι, χειρώνα­κτες, καθηγηταί, λόγιοι, φοιτηταί, υπάλληλοι, εργάται, αστοί, πολιτευόμενοι, πάσαι της κοινωνίας αι τάξεις και πάσαι αι αρχαί και πάντα σχεδόν τα μέλη, συνωθούντο, εκεί υπό της αυτής επιθυμίας ελαυνόμενοι και εις την αυτήν δόνησιν υπείκοντες. Και έφερον τας οικονομίας αυ­τών, ετών πολλάκις ολοκλήρων, ζωής όλης, περιουσίας εν μόχθω και βραδέως κατά λεπτόν αποκτηθείσας, παν ει τι πολύτιμον, τον μισθόν του ο υπάλληλος, τα κέρδη του ταμείου του ο έμπορος, το ημεροδούλι ο εργάτης, το μηνιαίον εκατοντάδραχμον όπερ υπό του πατρός του τω ε­στάλη ο φοιτητής, τους αδάμαντας της μητρός του ο ά­σωτος κομψευόμενος, τα όπλα του ο αγωνιστής, και τα έρριπτον εκεί, μέσα εις το μεγάλον χωνευτήριον, εις το καζάνι του χρυσού, όπερ διεδίδετο ακαταπαύστως ότι έβραζε, παράγον το παμπόθητον το μέταλλον, που να πλουτήση την Ελλάδα πάσαν έμελλε και ν’ ανάδειξη Ρότσχιλδ όλους εν στιγμή. Κ’ ηγόραζον, ηγόραζον, αντί του χρή­ματός των του πολλού αυτού, του αληθούς, ηγόραζον οι άνθρωποι χαρτί, μετοχών χαρτί με το καντάρι, ψεύτικον χαρτί, όπερ όπως τοις έλεγον, εντός της τσέπης των, μετά μικρόν, διά μυστηριώδους αλχημείας, θε να μετουσιούτο αυτομάτως εις χρυσόν… Κατήντησε να πιστευθή σχεδόν, πως η Ελλάς μικρά Καλλιφορνία ήτο και αυτή…
Στο διήγημα Εις Τοίχος αναφέρεστε σε έναν τοίχο ενός παλιού πύργου στον οποίο τολμάτε να αποδώσετε σκέψεις, λες και είναι κάτι ζωντανό. Μάλιστα υπάρχει η φήμη ότι επιθυμούσατε να τυπωθεί το πεζογράφημα με ενιαία μορφή, χωρίς παραγράφους, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι το ίδιο το κείμενο ήταν τοίχος ή ότι το κείμενο ήταν γραμμένο σε κάποιον τοίχο. Λένε, λοιπόν, ότι όταν το είδατε στην εφημερίδα με παραγράφους θυμώσατε πολύ…
Παρ’ όλην την σκυθρωπότητα και την σιγήν του, λαλεί νομίζεις, λαλεί ο γηραιός τοίχος…
Η εικόνα του Μιχαήλ Μητσάκη χάνεται σιγά-σιγά και η συζήτησή μας φτάνει στο τέλος της. Το ταξίδι μου στο λογοτεχνικό χρόνο τελειώνει, όπως τέλειωσε και εκείνη η άσχημη εποχή που καταδίκασε έναν ιδιαίτερο άνθρωπο, που αγαπούσε τις περιηγήσεις, να πεθάνει μόνος μέσα σε ένα λευκό κελί, μακριά από τον κόσμο που λάτρευε να παρατηρεί.
Σας ευχαριστούμε, κύριε Μιχαήλ Μητσάκη, που μας ανοίξατε μια πύλη με τα πεζογραφήματά σας προς μια άλλη, ξεχασμένη Ελλάδα. Ο χάρτινος κόσμος σας, ο νατουραλιστικά απεικασμένος ανοίγεται στους λάτρεις των παλιών ιστοριών που μιλούν για ανθρώπους, ζώα, σοκάκια, αντικείμενα που δεν υπάρχουν πια. Ένα μνημόσυνο είναι η ανάγνωση παρωχημένων βιβλίων, μια νεκρανάσταση όσων ανήκουν πια στο χθες…

Μιχαήλ Μητσάκης, Πεζογραφήματα, Νεφέλη, 1988
Μιχαήλ Μητσάκης, Παρα τοις Δούλοις – Τα Ιωάννινα, φιλολογική επιμέλεια: Γ. Παπακώστας, Πατάκης, 2004
Μιχαήλ Μητσάκης, Εις τον Οίκον των Τρελλών, φιλολογική επιμέλεια: Γ. Παπακώστας, Πατάκης, 2004
Μιχαήλ Μητσάκης, παρουσίαση – Ανθολόγηση: Γεωργία Γκότση, Σοκόλης.
Σημειώσεις Μανιώδους Ταξιδευτή, Λίζυ Τσιριμώκου, Το Βήμα , 01-08-2004
* * * * * * * * * * * * *
Ειρήνη Μαραγκόζη *
Ονομάζομαι Ειρήνη Μαραγκόζη και είμαι φιλόλογος, διορθώτρια και αρθρογράφος. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη όπου κατοικώ μέχρι σήμερα. Έχω σπουδάσει Ελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έχω ειδικευτεί στις νεοελληνικές και μεσαιωνικές σπουδές. Εργάζομαι ως καθηγήτρια αρχαίας, λατινικής και νέας ελληνικής γλώσσας. Έχω συμμετάσχει σε πειραματικές κινηματογραφικές παραγωγές και έχω αναλάβει κύριους ρόλους σε παραστάσεις θεατρικών ομάδων της πόλης. Ασχολούμαι με τη λογοτεχνία, την ανθρωπολογία, την αρχαία ελληνική γραμματεία, την παιδαγωγική και τη διδακτική. Γνωρίζω Αγγλικά και Ισπανικά. Έχω συνεργαστεί με το Απαγορευμένο Περιοδικό «Strange», καθώς και με τα περιοδικά «Μυστική Ελλάδα», «Ζενίθ» και «Yoga world». Συμμετείχα στα συλλογικά βιβλία «Άνθρωποι των Θαυμάτων» και «Φαντάσματα». teachingreek.blogspot.com

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του Βασίλη Κουνέλη με τίτλο "Νοματαίος" από τις εκδ. Ωκεανίδα




ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Από το νέο βιβλίο του  Βασίλη Κουνέλη με τίτλο "Νοματαίος" από τις εκδ. Ωκεανίδα

Το ρολόι μου εδειχνε περασμένες πεντέμισι κι ο Νώντας βρήκε τη μέρα να καθυστερήσει, λες και ζήλευε για το ραντεβού μου. Καθόμουνα στη γωνία της Νάχης έτοιμος για τη μεγάλη συνάντηση κι αυτός αργούσε. Έστριβα να κόψω το λουρί απ’ το «Timex» ρολόι μου, κλοτσούσα να ξεκολλήσω την ξύλινη κολόνα της ΔΕΗ, έφτανα το βλέμμα μου πίσω απ’ το σχολείο και πιο πέρα στον ουρανό πάνω απ’ την Πάρνηθα, μήπως και ’ρθει ένα με γάλο πουλί να με πετάξει στην πλάτη του πιο γρήγορα ίσαμε κει. Όταν έφτασε ο Νώντας επιτέλους, άρχισε να τρέχει με τις δικαιολογίες του να κοντοστέκονται έωλες. Φτάσαμε ευτυχώς έξι νταν στην είσοδο του Φεστιβάλ στο Άλσος. Με στρίμωξε ο Στέργιος με τα εισιτήρια, να κάτσω να κόβω στην είσοδο, χωρίς ν’ ακούει τις αντιρρήσεις μου.
«Γιατί, σύντροφε, δεν μπορείς;» μου είπε. «Ο Βασίλης ο Νεφελούδης, το ιστορικό μας στέλεχος, που έμεινε στην παρανομία κλεισμένος σ’ ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη από το ’48 έως το ’55, μπορούσε;»  Ωστόσο προσφέρθηκε ο Νώντας να βρει κάποιον να με αντικαταστήσει ύστερα από λίγο, και βοηθούσα κι εγώ θυσιαζόμενος σαν άλλος Νεφελούδης, με το μάτι γαρίδα και στις δυο εισόδους του Φεστιβάλ για να δω τη Βάσω.
Η ώρα πήγε εξίμισι και η Βάσω δεν είχε φανεί ακόμα. Στην αγωνία μου άρχισα να ξύνω τα σπυράκια, που ’χανε ψιλοφουντώσει απ’ το ξύρισμα που είχα την έμπνευση να το ξεκινήσω πρώτη μέρα, να τρυπάω τη δεσμίδα απ’ τα εισιτήρια με το στιλό προτού τα κόψω και να ζωγραφίζω ξεπατικωτούρα το σφυροδρέπανο στο σιδερένιο τραπέζι χαράζοντας άγρια από πάνω την αφίσα-τραπεζομάντιλο. Άρχισα να σκέφτομαι πως ο πατέρας της μπορεί να μην την άφησε να βγει –γιατί να την αφήσει να βγει;–, μπορεί και η ίδια να μην επέμεινε πολύ, και πώς να επιμείνει πολύ, καθώς είχε περάσει καιρός που εγώ έφυγα παρατώντας την εντελώς ξαφνικά στο χωριό χωρίς καμιά εξήγηση. Μπορεί ακόμα και η ιδέα του Φεστιβάλ να μην την ενθουσίαζε, γιατί πολιτικά η οικογένειά της ήτανε αλλού και κάποια θεία της γίνηκε καλόγρια για να έρθει κοντά στον Θεό, όπως λέγανε τ’ αδέλφια της στο χωριό, ή για να περισώσει τα κρίματά της, όπως σχολίαζε η μάνα μου.
Ο κόσμος άρχισε, καθώς σουρούπωνε, να καταφθάνει σε ομάδες κάθε ηλικίας και να στήνεται μπροστά στις δύο εισόδους με τα εισιτήρια και τα κουτιά για τα χρήματα. Ο «άλλος» κόσμος ήτανε εδώ, στην ουτοπία του κόκκινου-μπλε, μύγα στο μάτι του συντηρητισμού και του άλλου ΚΚΕ, αυτή η «άλλη Αριστερά που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης», όπως είπε αργότερα ο ποιητής. Ανασηκώθηκα από τη σιδερένια καρέκλα με τα πλαστικά λουριά για να βλέπω καλύτερα· πόσες καρέκλες «απαλλοτρίωσαν» οι οργανώσεις του Πειραιά μ’ ένα ντου ξημερώματα στην Παραλιακή για τις ανάγκες του Φεστιβάλ και πόσες είχαμε νοικιασμένες;
Ξαφνικά την είδα να περιμένει κι αυτή, ένα κόκκινο κρινάκι στην γκρίζα ουρά της εισόδου με τους τόσους ανθρώπους, αντιστασιακούς, νέους, γυναίκες και παιδιά. Φορούσε ένα όμορφο λεπτό κόκκινο φουστανάκι, κι όχι το συνηθισμένο τζιν της που φορούσε στο χωριό, είχε και μια φίλη της μαζί που της κρατούσε το χέρι – τα κορίτσια δυο δυο. Έτρεξα προς το μέρος της στρώνοντας πρόχειρα τα μαλλιά μου. Με είδε, χαμογέλασε κατεβάζοντας τα μάτια κι άπλωσε τα χέρια της στα δικά μου. Τη φίλησα με αδεξιότητα στα μάγουλα αγγίζοντας ξανά το πρόσωπό της. Αμέσως, σαν να τελείωσε προσωρινά με μένα, μου σύστησε τη φίλη της, Ρία Προφήτου, κι εγώ τους σύστησα τον Νώντα. Έμεινε ο Νώντας στη θέση μου γεμάτος υπονοούμενα θαυμασμού στο βλέμμα, την πήρα απ’ το χέρι και προχωρήσαμε κι οι τρεις, χωρίς πολλές κουβέντες, προς τα ενδότερα. Περπατούσα περήφανος, σχεδόν καμαρωτός μαζί της μπροστά από περίπτερα μ’ αναμμένες γιρλάντες, ξαπλωμένα σε τάβλες βιβλιοπωλεία με τον τόσο πλούτο –ποτέ δεν έφτασαν τα χρήματα ν’ αγοράσω όσα ήθελα κι όσα διάβαζα–, απλωμένες εφημερίδες και περιοδικά σε πάγκους, παλιά τεύχη από την Επιθεώρηση Τέχνης, την αυριανή Κυριακάτικη Αυγή, τον Θούριο, τη Μαθητική Πορεία με τα σχολικά αιτήματα, τα άλλα περίπτερα με τ’ αλλόκοτα μαυρισμένα πρόσωπα, τους Τούρκους και τους Κούρδους πολιτικούς πρόσφυγες, και τις κρεμασμένες φωτογραφίες απ’ τα φρικτά βασανιστήρια της χούντας του Εβρέν, το περίπτερο ενάντια στην πυρηνική ενέργεια, το περίπτερο για τους μικρομεσαίους, το περίπτερο της Αδέσμευτης Κίνησης Ειρήνης και τις φωτογραφίες από τις πορείες του Γρηγόρη Λαμπράκη, τα αφιερώματα στην Αντίσταση και την Κυβέρνηση του Βουνού, στη χούντα και στο Πολυτεχνείο. Αναλογίστηκα πόσες εφημερίδες και πόσα χαρτιά με συνθήματα είχε μαζέψει ο πατέρας μου που τα πήγα στην πρώτη γιορτή του Πολυτεχνείου στο γυμνάσιο – μου την πήρανε, πάει όλη η κούτα!
Αισθανόμουν το χέρι της Βάσως ζεστό και υγρό να χώνεται στο δικό μου. Έγερνα προς το μέρος της με κάθε γελοία αφορμή να της ψιθυρίσω κάτι στ’ αυτί κι ένιωθα να πνίγομαι στην αύρα από το σώμα της, καθώς μπούκλες απ’ τα μακριά ξανθά της μαλλιά ακουμπούσαν περιπαικτικά στις βλεφαρίδες μου. Περπατούσαμε κι οι τρεις σπρώχνοντας με τα παπούτσια μας θορυβωδώς και προκλητικά τα χαλίκια του Άλσους κάτω από δέντρα και φυλλωσιές, κι ήθελα να χαθώ μαζί της στο πρώτο φύλλωμα. Τριγυρνούσαμε ώρα πολλή διατρέχοντας όλο το σύμπαν της εκδήλωσης, δίχως σκοπό και δίχως στόχο, καθώς ταυτόχρονα ενημερωνόμουνα για την αδιάφορη σχολική πορεία της Ρίας, ενώ η έγνοια μου να βρεθούμε λίγο μόνοι σκάλωνε, σαν χαλασμένο γρανάζι, από δειλία στους λαβύρινθους του μυαλού μου και μεταφερόταν διαρκώς απ’ αναβολή σε αναβολή κι από περίπτερο σε περίπτερο.
Πρέπει να ’χαμε κάνει τον γύρο του πάρκου ήδη για δεύτερη φορά, όταν ξαναπεράσαμε απ’ τον Νώντα, που σήκωνε σύννεφα «Gauloise» καπνού κατά το μέρος μου στην προσπάθειά του να μου κάνει νοήματα. Μ’ έπιασε πόνος στο στομάχι και κρύος ιδρώτας άρχισε να με ζώνει στην ιδέα πως θα περνούσα το περιβόητο πρώτο ραντεβού μας επαναλαμβάνοντας απλώς τα τσιτωμένα απ’ τα μεγάφωνα στιχάκια στ’ αυτί της κι αγγίζοντας μόνο τις μπούκλες της με τη μύτη μου, ανάμεσα σε σκιές από απεργούς πείνας δικτατορικών καθεστώτων και τραπέζια συζήτησης για το ιταλικό ΚΚ και τα σχέδια ανασύνταξης του αρχηγού τουΕνρίκο Μπερλίνγκουερ. Διακρίνοντας ήδη μια αίσθηση απογοήτευσης στο πρόσωπό της και αναθυμούμενος τα σχέδια που είχαμε καταστρώσει με τον Νώντα, στοιχημάτισα μέσα μου ότι μέχρι να φτάσουμε στην εξέδρα της Νεολαίας θα της μιλούσα επιτέλους. Με κόπο και τις λέξεις λαχανιασμένες, πνιγμένες τις μισές στο λαρύγγι μου, κατάφερα και της ψιθύρισα την ιδέα να μείνουμε μόνοι, αν η Ρία ήθελε να κάνει μια βόλτα με τον Νώντα, και να συναντηθούμε μαζί τους σε μια ώρα στα σουβλάκια. Μας άφησε η Ρία, αφού φιλήθηκαν οι δυο τους για αποχαιρετισμό που ’μοιαζε μ’ εγκατάλειψη ασπίδας, και με ανακούφιση εγώ, πριν με κυκλώσει απότομα απροσδιόριστος φόβος, την τράβηξα στην πιο σκοτεινή άκρη του Άλσους πίσω από την εξέδρα της Νεολαίας.
Χαμένοι σχεδόν σε κάτι φυλλωσιές, κάθισα πρώτος κάτω ακουμπώντας την πλάτη σ’ ένα πεύκο και ρωτώντας αν εδώ ήταν καλά. Η Βάσω, συναινώντας μ’ ένα νεύμα, κάθισε πάνω στα πόδια μου να μη λερώσει το φόρεμά της στα χώματα. Το κεφάλι μου ήρθε στο ύψος του λαιμού της –πρώτη φορά τον θαύμαζα από τόσο κοντά– κι έσκυψε ελαφρά για να με φιλήσει. Τα χείλη της ακούμπησαν τα δικά μου, που διψασμένα περίμεναν αυτή την ώρα για μέρες, για χρόνια. Η γλώσσα μου χάθηκε για πρώτη φορά μες στο στόμα της, ανακαλύπτοντας πρωτόφαντες κινήσεις και δεξιότητες άγνωστες, κι ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί μου απ’ άκρη σ’ άκρη, καθώς κάποιες στιγμές την ένιωθα έτοιμη να ξεριζωθεί. Με τα δυο μου χέρια βούτηξα ανακουφισμένος τον λαιμό της και μάζεψα στις παλάμες μου μια φουντωμένη χρυσαφιά θάλασσα, τα μαλλιά της που λαμπύριζαν στις λιγοστές φωτεινές ανταύγειες, ανταύγειες-δραπέτες απ’ τις μακρινές στρογγυλές γιρλάντες της φωταγωγίας.
Φιλιόμασταν για ώρα βουβοί με ανάσες μικρές των ματιών μας καθώς κοιτάζονταν στο μισοσκόταδο στιγμιαία, πριν χαθούν ξανά στην ονειροπόληση κατεβασμένων βλεφαρίδων. Σαν να βρέθηκα μεμιάς στον κόσμο του βυθού μου, μαγικό, απόκοσμο, θελκτικό μέχρι θανάτου. Το σώμα μου ξάπλωνε όλο και περισσότερο στα ριζά του πεύκου και το κορμί της έγερνε κι αυτό ακουμπώντας όλο και περισσότερο πάνω μου. Τα πόδια μου χώνονταν στο ανασηκωμένο φουστανάκι της κι ακουμπούσαν τα δικά της άκρα και τις κοιλότητες, μαγικά βουνά και οροπέδια εύφορα και λαχταριστά λίγωναν τη γεύση μου και πύκνωναν την αναπνοή μου, ορειβάτες κι οι δυο με λιγοστό οξυγόνο στο μέσο δύσκολης πορείας. Τα χέρια μου απλώνονταν πάνω της μην ξέροντας τι να πρωταγγίξουν μπροστά στη σπάνια προσφορά, τα χείλη ξεδιψούσαν ξανά και ξανά στην ίδια πηγή, φάνηκαν οι ώρες ατέλειωτες και το στενό ξεβαμμένο μου τζιν όλο και φούσκωνε λίγο πιο κάτω απ’ τη μέση έτοιμο να σπάσει, να τρυπήσει το άσπρο «Μινέρβα», να προχωρήσω ακάθεκτος στο άλλο κορμί. Την τράβηξα λίγο ψηλότερα και το φουστανάκι της, μαγκωμένο ήδη ανάμεσα στα πόδια μου, αποκάλυψε λίγο απ’ το στήθος της. Έσκυψα στο ανασηκωμένο μπούστο της κι έπνιξα την αναπνοή μου στη διχάλα βαθιά, που αχνόφεγγε προκλητική ώρα πολλή, χώνοντας τη γλώσσα μου στην αριστερή θηλή που ξεπρόβαλλε διστακτικά απ’ το λευκό χαλαρωμένο σουτιέν της, ήλιος καυτός που ξημερώνοντας αχνοδιαβαίνει κορφή οροσειράς, τρυπώντας και καίγοντας τα αναμμένα μάγουλά μου. Αποτραβήχτηκε για λίγο ψελλίζοντας ένα άτονο «Όχι εκεί!», έσφιξε όμως τα πόδια της στη μέση μου αποσπώντας το στόμα μου σ’ ένα πιο ρουφηχτό φιλί που μου ’κοψε απότομα τη λιγοστή πια αναπνοή, παραλύοντας εντελώς το κορμί μου μ’ έναν παρατεταμένο ηλεκτρισμό που διέτρεξε απ’ άκρη σ’ άκρη τη σπονδυλική μου στήλη.
Ποιος Αδάμ θα αντιστεκόταν άραγε σ’ αυτό, ποια πεθυμιά θα μπορούσε να ’ναι άραγε ισχυρότερη απ’ αυτή; Έχωσα τα χέρια μου στα πόδια της κάτω απ’ τ’ ανασηκωμένο φουστάνι, μέχρι που άγγιξα το υγρό βρακάκι πάνω απ’ τη φωλιά της, αγνοώντας πώς τρυπώνουν πρώτη φορά, πώς κάστρο άπαρτο ανοίγει τις πύλες του σε κατακτητή, πώς οι ουρανοί προσγειώνονται και ικετεύουν τη λάγνα γη ή πώς λιμάνι διαλεχτό υποδέχεται ναυτικούς από ταξίδι μακρινό.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟ:   http://filologikos-lousios.blogspot.com/



Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Ο Ορχάν Παμούκ αφοσιωμένος στο γράψιμο και τη λογοτεχνία, αμφισβητεί την έννοια της ευτυχίας...



pamuk

Είναι ο μόνος Τούρκος συγγραφέας, μέχρι σήμερα, που έχει κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, και ο δεύτερος νεότερος στην ιστορία των βραβείων αυτών (ο άλλος ήταν ο βρετανός Ράντγιαρντ Κίπλινγκ). 
 
Αυτές τις ημέρες βρίσκεται στην Αθήνα καλεσμένος του Megaron Plus για να δώσει διάλεξη την Τρίτη, στις 19.00, με τίτλο «Τι γίνεται στο μυαλό μας όταν διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα; Μυθιστορήματα και Ζωές». 
 
Ο Ορχάν Παμούκ γεννιέται το 1952 στην Κωνσταντινούπολη, γόνος ανώτερης μεσοαστικής οικογένειας μηχανικών, σπουδάζει Αρχιτεκτονική, αλλά στα τρία χρόνια, τα παρατάει και το 1974 αποφασίζει να γίνει συγγραφέας με την ενθάρρυνση του πατέρα του, ο οποίος είναι συχνά απών, προτιμώντας το Παρίσι, την παρέα του Σαρτρ και του Καμί.
 
Ο Παμούκ είναι ένας δύσκολος συγγραφέας. Κι ένας δύσκολος άνθρωπος. Πλήρως αφοσιωμένος στο γράψιμο και τη λογοτεχνία, αμφισβητεί την έννοια της ευτυχίας, όταν αυτή δεν συναρτάται με το γράψιμο κι αισθάνεται δυστυχής όταν δεν κατορθώνει, λόγω υποχρεώσεων, να απομονωθεί δέκα ώρες καθημερινά στο γραφείο του, στην Πόλη, με εκπληκτική θέα στον Βόσπορο.
 
Η γραφή του θεωρήθηκε νεωτεριστικήμεταμοντέρνα, η αφήγηση και η δομή των βιβλίων του είναι δαιδαλώδης, πρόσωπα και ζωές διασταυρώνονται στον λαβύρινθο της πόλης, ταυτότητες ανταλλάσσονται και παιχνιδίζουν σαν αντανακλάσεις στον καθρέφτη, καθιστώντας μάταιη κάθε προσπάθεια ορισμού και περιορισμού του εαυτού, που μοιάζει ρευστός και έτοιμος να περιβληθεί διάφορα προσωπεία. 
 
Συχνά ο ίδιος ο συγγραφέας κάνει περάσματα από τα βιβλία του (ως άλλος Χίτσκοκ) συχνά, επίσης, ήρωας και συγγραφέας ενώνονται σε ένα και μοναδικό πρόσωπο στο τέλος του βιβλίου. Τα θέματά του, εν πολλοίς ιστορικά, διαδραματίζονται στην Κωνσταντινούπολη, την πόλη καμβά, στον οποίο πλέκονται οι ανθρώπινες ιστορίες φιλίας, έρωτα, τέχνης, πολιτικής.
 
Μεγάλος παραμυθάς, αλλά και εγκυκλοπαιδιστής μυθιστοριογράφος, λάτρης των μεγάλων του 19ου αιώνα, κυρίως του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι, του Φλωμπέρ, αλλά και του Τόμας Μαν και αργότερα του Φώκνερ, ενώ στην "Ισανμπούλ". αναφέρεται στον Καβάφη, ως εμβληματικό ποιητή της θλίψης, της μοναξιάς και της παρακμής, έχοντας όπως κι εκείνος την αγαπημένη του πόλη ως φόντο στις ιστορίες του.

Το 1995, μετά από δηλώσεις του στον ελβετικό Τύπο για τη σφαγή Κούρδων και Αρμενίων, οδηγήθηκε στο δικαστήριο, αλλά δεν καταδικάστηκε, καθώς εκείνη ακριβώς την περίοδο, η Άγκυρα έπρεπε να αποδείξει στην ΕΕ ότι προοδεύει στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Βέβαια, το βραβείο Νόμπελ το κέρδισε, αφού κυκλοφόρησε το μοναδικό πολιτικό μυθιστόρημά του, "Χιόνι", στο οποίο ο ήρωάς του, ο Κα, μεταβαίνει από την Φρανκφούρτη στο πάμφτωχο χωριό Καρς της νοτιοανατολικής Τουρκίας για να ερευνήσει τις αυτοκτονίες νεαρών γυναικών, που φορούν την ισλαμική μαντίλα. 

Εκεί γνωρίζει και συναναστρέφεται στρατιωτικούς, ισλαμιστές, κεμαλιστές, δημοκρατικούς, δίνοντας την ευκαιρία στον Παμούκ να πλάσει, με ιδιαίτερη φινέτσα στις αποχρώσεις, ένα μωσαϊκό προσωπικοτήτων και ιδεολογιών, που απαρτίζει την τουρκική κοινωνία, πολυδιάστατο και πολυσύνθετο. 

Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνάντησε τον Τούρκο νομπελίστα συγγραφέα και συζήτησε μαζί του, κυρίως για Λογοτεχνία, καθώς αρνείται να μιλήσει για πολιτικά ζητήματα.

ΕΡ: Ζούμε σε μια παράξενη εποχή κ. Παμούκ… Ο παλιός κόσμος τελειώνει κι αυτός που έρχεται φέρνει μαζί του νέα ερωτήματα για την ανθρωπότητα. Ως συγγραφέας αντλείτε έμπνευση από την περιρρέουσα πραγματικότητα της εποχής μας; 

ΑΠ: Η παγκόσμια κρίση, το Ίντερνετ ή τα άρθρα στα μπλογκ, ομολογώ πως με ενδιαφέρουν, ιδιαίτερα μετά την παραμονή μου στις ΗΠΑ, όπου πολλοί συγγραφείς εκφράζονται μέσω του δικού τους ιστότοπου. Ωστόσο, ως μυθιστοριογράφος, δεν θα εμπνεόμουν από κάτι τέτοιο, μόνο και μόνο επειδή είναι ένας νεωτερισμός, ή επειδή συμβαίνει τώρα. Θα με ενδιέφερε μόνον εάν είχε γίνει μέρος της ζωής μου, ή της ανθρώπινης ιστορίας γενικότερα. 

ΕΡ: Μετά το Νόμπελ και 10 βιβλία που μεταφράστηκαν σε 58 γλώσσες, καθώς περνάει ο καιρός και βρίσκεστε στην ωριμότητά σας, έχει επηρεαστεί καθόλου το βλέμμα του παιδιού που εσείς πιστεύετε ότι χρειάζεται ο συγγραφέας για να είναι αληθινός;

ΑΠ: Αυτή είναι μια καλή ερώτηση. Να σας πω, η κοινωνική μου ματιά, ναι, έχει αλλάξει, μετά από τον θάνατο του πατέρα μου, ένα διαζύγιο, μία κόρη 20 ετών, πολιτικές παρεμβάσεις που μου στοίχισαν διώξεις, και μπορώ να πω ότι τώρα πια, κοινωνικά, δεν είμαι παιδί, αυτό είναι σίγουρο. 

Ωστόσο, έχω διατηρήσει ανέπαφη την δική μου εσωτερική παιδικότητα, όχι όπως όταν ήμουν 20 ετών κι άρχισα να πρωτογράφω, έχοντας όλη την προστασία και τη στήριξη της οικογένειάς μου, που ανήκε στην ανώτερη μεσαία τάξη, αλλά πάντα αναζητώ τα καλά αστεία, ακόμη βαριέμαι στις δεξιώσεις και τις κοινωνικές μου υποχρεώσεις, θέλω να πω ότι πνευματικά εξακολουθώ να κρατάω ζωντανή την παιδικότητά μου. 

ΕΡ: Ποια είναι η μεγαλύτερη αλλαγή που διαπιστώνετε στη ζωή και την τέχνη σας;

ΑΠ: Σίγουρα, σκέφτομαι πολύ περισσότερο τώρα πια ότι ο χρόνος περνάει, ο χρόνος λιγοστεύει κι εγώ θέλω ακόμη να γράψω πολλά μυθιστορήματα. Ο χρόνος, λοιπόν, με απασχολεί ιδιαίτερα και το δεύτερο είναι η ευθύνη που φέρω έναντι των αναγνωστών μου, που είναι μάλλον πολλοί τώρα πια. Δηλαδή, δεν μπορώ να αναλώνομαι πλέον σε πολλούς πειραματισμούς. 

ΕΡ: Πολλοί συγγραφείς έχουν συγκεκριμένη επαναλαμβανόμενη θεματική, που γίνεται το σήμα κατατεθέν τους. Στο δικό σας έργο, υπάρχει κάποιο θέμα που κυριαρχεί;

ΑΠ: Τα θέματα που με απασχολούν είναι το εύθραυστο ανθρώπινο πνεύμα, που είναι ατελές και φευγαλέο, γεμάτο αντιφάσεις. Με απασχολεί πόσο εύκολα αλλάζει, πόσο αντιφατικοί είμαστε, πόσο ο ανθρώπινος χαρακτήρας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και να περιοριστεί σε κάτι συγκεκριμένο.

Όμως, δεν εννοώ κάτι αρνητικό, οι αντιφάσεις μπορεί να είναι κάτι πολύ θετικό, όπως και η μελαγχολία που υπάρχει στα κείμενά μου, η χιουζούν (huzun), αυτή που κυριαρχεί στην Ιστανμπούλ, δεν σημαίνει κατάθλιψη, αντιθέτως τη χρησιμοποιώ με πολύ ενεργητικό τρόπο για να την συνδέσω έτσι με τους κατοίκους της. 

ΕΡ: Στην ομιλία σας κατά την απονομή του Νόμπελ εξηγήσατε επαρκώς γιατί γράφετε, είπατε μεταξύ άλλων ότι "δεν γράφω για να πω μία ιστορία, αλλά για να συνθέσω μία ιστορία". Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας, πέρα από τους ήρωες και την πλοκή, μετατρέπει μία "ιστορία" σε υψηλή Λογοτεχνία; 

ΑΠ: Το μυθιστόρημα είναι μία ιστορία, αλλά κάθε ιστορία δεν είναι μυθιστόρημα. Είναι ο τρόπος που μία ιστορία ζητάει να την αφηγηθεί ο συγγραφέας της, η οπτική γωνία μέσα από την οποία θα την δει, ο τρόπος που θα τη συνδέσει με μία ιδέα, σύγχρονη ή ιστορική, με λίγα λόγια ο συγγραφέας πρέπει να ιδιοποιηθεί αυτή την ιστορία και να την κάνει κτήμα του, έτσι ώστε να αποκτήσει την υπογραφή του. 

Δηλαδή, παραλληλίζοντας με τη μουσική, μία μελωδία δεν αρκεί, πρέπει να γίνει ορχηστρικό κομμάτι, να προστεθούν τα όργανα, οι ανθρώπινες φωνές, οι παύσεις, να γίνει η σύνθεση.

ΕΡ: "Το πραγματικό μυθιστόρημα είναι ο τρόπος με τον οποίο γράφεται", είπε ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, ενώ η Ναντίν Γκόρντιμερ πιστεύει ότι "γράφοντας αναζητούμε το νόημα της ζωής". Αύριο, εσείς ο συγγραφέας, θα μιλήσετε ως αναγνώστης, αλλάζοντας κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητά σας, κάτι που κάνετε συχνά και στα βιβλία σας, επίσης για τα μυθιστορήματα και τις ζωές. Γράφοντας, τι αναζητείτε εσείς; 

ΑΠ: Η συγγραφή ενός μυθιστορήματος εκφράζει αγωνίες και ερωτήματα όπως ασφαλώς, "ποιος είμαι" ή "ποιο είναι το νόημα της ζωής", αναζητεί αλήθειες. Όλα τα μεγάλα ζητήματα, όπως η θρησκεία, η φιλοσοφία, το δίκαιο, γυρεύουν απαντήσεις, υπάρχουν ιδανικά και υψηλές ιδέες, αλλά πρωτίστως, πρέπει να γίνουν μυθιστόρημα. Έτσι λοιπόν, στο τέλος διακινδυνεύει κανείς να μιλήσει για την απλή ζωή των ανθρώπων, αυτό είναι το υλικό μου, η καθημερινή ζωή, η μικρή λεπτομέρεια. 

ΕΡ: Σε ποιον απευθύνεστε, όταν γράφετε;

ΑΠ: Ο ιδανικός μου αναγνώστης είμαι εγώ σε ηλικία 20 ετών. Όταν καμιά φορά στερεύουν οι λέξεις στην άκρη του μολυβιού μου, τότε σταματάω και σκέφτομαι τι θα ήθελα να διαβάσω εγώ, αν ήμουν 18-20 χρόνων. Φυσικά, έχω κι άλλους πολλούς ιδανικούς συνομιλητές και αναγνώστες… 

ΕΡ: Δεν θέλετε να συζητήσετε πολιτικά θέματα, γιατί θεωρείτε ότι έτσι καταστρέφεται η Λογοτεχνία και συμφωνώ μαζί σας, σε ό,τι αφορά την προπαγάνδα. Ωστόσο, η Λογοτεχνία επηρεάζει και φτιάχνει συνειδήσεις, δημιουργεί ιδανικά και ορισμένα εξαίσια λογοτεχνικά κείμενα έχουν μείνει στην παγκόσμια ανθολογία ως βαθύτατα πολιτικά. Ίσως, λοιπόν, η πολιτική δεν έχει σχέση μόνο με τα γεγονότα, αλλά με το βλέμμα κι εσείς, εξάλλου, κερδίσατε το Νόμπελ με το πολιτικό σας μυθιστόρημα…

ΑΠ: Ως πολίτης, ασφαλώς και παίρνω θέση σε μείζονα ζητήματα όπως είναι η ελευθερία του λόγου, ή η μισαλλοδοξία, αλλά η πολιτική στη λογοτεχνία είναι ένα πολύ περιορισμένο θέμα. Εδώ, έχουμε τη ζωή, τον έρωτα, την οικογένεια, το γάμο, αυτά είναι πολύ πιο ενδιαφέροντα για έναν συγγραφέα, δηλαδή, εγώ δεν ξέρω αν θα άντεχα να διαβάσω την "Άννα Καρένινα", αν είχε παραπάνω πολιτική. Η Πολιτική πρέπει να είναι ένα κομμάτι της γενικότερης εικόνας στη Λογοτεχνία, όπως και στη ζωή.

ΕΡ: Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης -την οποία δεν αποστρέφεστε- το δίλημμα Ανατολή-Δύση μοιάζει ξεπερασμένο κι ωστόσο πολιτική και θρησκεία το επαναφέρουν κατά καιρούς και τότε μοιάζει παντοδύναμο. Μπορείτε να συγκρίνετε την πόλη σας την Ιστανμπούλ με τη Νέα Υόρκη; Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι;

ΑΠ: Δεν νομίζω ότι η παγκοσμιοποίηση κατέστησε ξεπερασμένο το δίλημμα Δύση-Ανατολή, πείτε το όπως θέλετε, παράδοση και εκσυγχρονισμό ή μοντέρνο. Τα προβλήματα υπάρχουν ακόμη σε πολλές χώρες, ίσως η Δύση διοικεί ακόμη τον κόσμο, αλλά δεν πρέπει να σας διαφεύγει ότι η Κίνα είναι μία χώρα με ένα δισεκατομμύριο κατοίκους, ενώ και άλλες χώρες που παλιότερα δεν αντιπροσωπεύονταν, τώρα έρχονται στο προσκήνιο. 

Όσο για την Ιστανμπούλ και τη Νέα Υόρκη μοιάζουν στο ότι έχουν εκατομμύρια κατοίκους και δεν κοιμούνται ποτέ τη νύχτα. Όμως, εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες, στην Ιστανμπούλ, υπάρχουν πολλοί φτωχοί άνθρωποι και πολλά προβλήματα, είναι όμως και μία πόλη με 2.000 χρόνια Ιστορία, ενώ η Νέα Υόρκη είναι μία σχετικά πρόσφατη πόλη.

ΕΡ: Ως κάτοχος του βραβείου Νόμπελ εκπροσωπείτε τη χώρα σας στον κόσμο. Ενδεχομένως σας ταυτίζουν με αυτήν. Τι σημαίνει για σας η έννοια πατρίδα;

ΑΠ: Πατρίδα μου είναι η τουρκική γλώσσα, είναι μέσα στα κύτταρά μου, στα κόκαλά μου, παντού. Πατρίδα μου είναι η Ιστανμπούλ, εκεί είναι η ζωή μου, εκεί γράφω τα μυθιστορήματά μου. Η Ιστανμπούλ είναι η πατρίδα μου.