......................................................................... του λογοτεχνικού περιοδικού ΥΦΟΣ *

Η Φωτό Μου
Ξεφυλλίζοντας... με τον Πάνο Αϊβαλή



"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.

ΥΦΟΣ

ΥΦΟΣ
.................................................................Η ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΥΦΟΣ πατήστε πάνω στο εικονίδιο

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Ο Βαν Γκογκ δεν αυτοκτόνησε, υποστηρίζουν βιογράφοι του Ολλανδού ζωγράφου


Ο Βαν Γκογκ δεν αυτοκτόνησε, υποστηρίζουν βιογράφοι του Ολλανδού ζωγράφου
Οι συγγραφείς του βιβλίου «Βαν Γκογκ: Η Ζωή» υποστηρίζουν ότι, αντίθετα με ότι πιστεύουν οι περισσότεροι, ο διάσημος ζωγράφος δεν αυτοκτόνησε, αλλά τον πυροβόλησαν κατά λάθος δύο αγόρια.

Ο Στίβεν Νάιφε και ο Γκρέγκορι Γουάιτ Σμιθ μελέτησαν επί δέκα χρόνια, με τη βοήθεια περισσότερων από 20 ερευνητών και μεταφραστών.Ο Ολλανδός ζωγράφος έμενε το 1890 σε ένα πανδοχείο στην περιοχή, Οβέρ συρ Ουάζ και σκόπευε να ζωγραφήσει χωράφια με συτάρι.Η ιστορία θέλει τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ να αυτοπυροβολείται σε ηλικία 37 ετών, ωστόσο, οι δύο βιογράφοι θεωρούν ότι ο Βαν Γκογκ δεν αυτοκτόνησε, αλλά ο θάνατός του οφειλόταν σε ατύχημα. Οι βιογράφοι υποστηρίζουν ότι δύο αγόρια με ένα «ελαττωματικό όπλο» τον πυροβόλησαν και ότι ο ίδιος αποφάσισε να αναλάβει την ευθύνη.Δηλώνουν ότι η σφαίρα εισήλθε στην κοιλιά του Βαν Γκογκ από μία περίεργη γωνία -όχι ευθεία όπως θα περίμενε κανείς σε αυτοκτονία.Οι δύο συγγραφείς μελέτησαν περισσότερα από 28.000 έγγραφα. «Αυτά τα δύο αγόρια, ένα από τα οποία φορούσε κοστούμι καουμπόη, και είχε ένα ελαττωματικό όπλο με το οποίο έκανε τον καουμπόη, έπιναν εκείνη την ώρα με τον Βίνσεντ (Βαν Γκογκ)» αναφέρουν οι συγγραφείς.Σύμφωνα με τον Στίβεν Νάιφε, η «κατά λάθος δολοφονία» είναι ένα πολύ πιο πιθανό σενάριο.Ο Γκρέγκορι Γουάιτ Σμιθ, από την πλευρά του, δήλωσε ότι ο Βαν Γκογκ δεν επιζητούσε «ενεργά» τον θάνατο, αλλά όταν «αυτός εμφανιζόταν ως πιθανότητα, τον αγκάλιαζε». Πρόσθεσε ότι αυτό συνέβαινε επειδή ο ζωγράφος θεωρούσε τον εαυτό του βάρος για τον αδελφό του που τον στήριζε οικονομικά.Το Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ ανέφερε ότι αυτό που υποστηρίζουν οι δύο συγγραφείς είναι «ενδιαφέρον» και «δραματικό».
Ο διευθυντής του μουσείου, Λέο Γιάνσεν, δήλωσε, πάντως, ότι «πολλές ερωτήσεις παραμένουν αναπάντητες» και τόνισε ότι θα ήταν «πρόωρο» να αποκλείσει κανείς το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ.

(Ηλία Σιδηρόπουλου)
Το ρεμπέτικο, τόσο ως τραγούδι, όσο και σαν κοινωνικό ρεύμα και στάση ζωής ,γεννήθηκε και διαμορφώθηκε ,τα πρώτα χρόνια της ζωής του, σ έναν κόσμο που ζούσε στο περιθώριο και στον κοινωνικό αποκλεισμό .
Η άρνηση του ρεμπέτη να αποδεχτεί τον μικροαστικό καθωσπρεπεισμό  της εποχής του τον έφερνε πάντα σε ρήξη με την εξουσία και τους μηχανισμούς της . Συνέπεια αυτής της ρήξης  ήταν  οι συχνές συλλήψεις  των ρεμπέτηδων απ την αστυνομία ,οι εξορίες τους και οι φυλακίσεις .
Στους στίχους  των  τραγουδιών τους, οι  ρεμπέτες ,στολίζουν με πικρόχολους και βαρείς χαρακτηρισμούς και προσφωνήσεις τους αστυνομικούς και τους δεσμοφύλακες.
(Μπάτσοι, καρακόλια ,μαύροι, τζουτζέδες  κτλ )
Επίσης με ακόμα μελανότερα χρώματα και ακόμα πιο γλαφυρές προσφωνήσεις περιγράφουν την φυλακή.
(ψειρού, σκολιό, σίδερα, στρουγκού, γκιστάνι, κολλέγιο, χάψη, στενή, τζέλα κτλ ).
Τα πρώτα ρεμπέτικα της φυλακής  αποκαλούνταν «μουρμούρικα». Είναι τραγούδια γραμμένα μέσα στην φυλακή από κατάδικους που τραγουδιόνταν αρχικά με συνοδεία αυτοσχέδιων και μικρών σε μέγεθος  μουσικών οργάνων. Αυτά τα τραγούδια διαδίδονταν από φυλακή σε φυλακή και τα σιγομουρμούριζαν οι κρατούμενοι.
Αργότερα ,κυρίως όταν το ρεμπέτικο έπαψε να ανήκει μόνο στο περιθώριο, γράφτηκαν πολλά τραγούδια με αναφορές στην φυλακή ,στους τσακωμούς και στις ,πάντα άδικες  για τους ρεμπέτηδες, συλλήψεις κουτσαβάκηδων .
Στους στίχους των προπολεμικών αυτών τραγουδιών  δεν υπάρχει καμιά μεταμέλεια απ τον φυλακισμένο ακόμα και αν έχει διαπράξει το βαρύτερο έγκλημα. Πάντα φταίει η κοινωνία, η ραδιουργία της γυναίκας, τα ψέματα των μπάτσων και των μαρτύρων, η αδυναμία του προέδρου στο δικαστήριο να καταλάβει το δίκιο του.
Είναι η φάση που το ρεμπέτικο δείχνει μια αφελή ολοκληρωτική άρνηση απέναντι στους αστικούς νόμους έχοντας ακόμα σε μεγάλο βαθμό την νοοτροπία των παλιών κουτσαβάκηδων της πλατείας του ψυρρή που θεωρούσαν τιμή για αυτούς τα χρόνια καταδίκης τους.
Μετά τον πόλεμο κυρίως, αλλά  και κατά την δικτατορία του Μεταξά, ο συγχνωτισμός ρεμπέτηδων και πολιτικών  κρατούμενων στις φυλακές αλλάζει την στάση των λαϊκών δημιουργών απέναντι στην φυλακή ,το έγκλημα και το αστικό δίκαιο.
Τα τραγούδια από εκείνη την εποχή και μετά ,παρουσιάζουν διάθεση μετάνοιας, ανάληψη της όποιας ευθύνης, αυτοκριτική και πικρία. Γράφονται επίσης πολλά τραγούδια συμπαράστασης στους πολιτικά εξόριστους και φυλακισμένους .
Ας ακούσουμε και κυρίως ας σχολιάσουμε ,κάποια απ τα γνωστότερα  λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια της φυλακής.
(Κάντε κλικ στα link με τον τίτλο του τραγουδιού ,για να τα ακούσετε)
ΔΥΟ ΜΑΓΚΕΣ ΜΕΣ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ
Συνθέτης-στιχουργός : Κώστας  Τζόβενος
Πρώτη εκτέλεση : Ρίτα Αμπατζή  (1934)
Το τραγούδι εξιστορεί την επίσκεψη δυο σερέτηδων (νταήδων) κρατούμενων στον διευθυντή της φυλακής. Ούτε  λίγο ,ούτε πολύ ,οι κρατούμενοι προσπαθούν να αποσπάσουν την εύνοια του διευθυντή  τάζοντας του μπεσκιέσια  μετά την αποφυλάκισή τους.
Με αφορμή τον στίχο «θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο»  ας δούμε την προέλευση και της σημασία της λέξης που χρησιμοποιούσαν οι ρεμπέτηδες. Μπαγιόκο σήμαινε πολλά λεφτά μαζεμένα και μπαγιοκλής  ήταν ο πλούσιος ,ο ματσωμένος. Η λέξη προέρχεται πιθανόν απ την ιταλική baiocco.  Το baiocco ήταν νόμισμα μικρής αξίας του κρατιδίου του βατικανού. Χαρακτηριστική η έκφραση  ,που πέρασε και στην σύγχρονη Ιταλική γλώσσα, «Non balere un baiocco» δηλαδή σε ελεύθερη  μετάφραση ,δεν αξίζεις ούτε δεκάρα.
Επίσης ακούμε την έκφραση «κάνε μόκο». Κάνε μόκο σήμαινε κάτσε ήσύχος, λούφαξε, μην λες κουβέντα. Το μόκο ήταν μια ιδιωματική ονομασία για το αφιόνι (afyon στα τούρκικα),δηλαδή το χασισέλαιο .Κάποτε συνηθίζονταν να δίνουν λίγες σταγόνες μόκο στα μωρά όταν βγάζαν δόντια .Τα μωρά σταματούσαν αμέσως κάθε κλάμα ή γκρίνια. Έτσι προέκυψε η έκφραση κάνε μόκο των ρεμπέτηδων.
Η ΦΥΛΑΚΗ ΕΙΝΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ
Αντώνη Κωστή (Κώστα Μπέζου) 1931
Χαρακτηριστικότατο δείγμα της εποχής που οι ρεμπέτες θεωρούσαν τιμή τα χρόνια καταδίκης τους. Η φυλακή εκτός από μεγάλο σχολείο, παρουσιάζεται και σαν το μέρος όπου καταλήγουν όλοι οι γνήσιοι μάγκες και φυσικά την περνάνε και φίνα.
Τα στοιχεία που συνοδεύουν αυτή την φωνογράφηση ,ήρθαν να προσθέσουν ένα ακόμα μπέρδεμα στο ήδη μυστήριο που υπάρχει σχετικά με την ταυτότητα του ρεμπέτη δημιουργού και ερμηνευτή , Αντώνη Κωστή και στην πιθανότατη ταύτιση του με τον μουσικό και ερμηνευτή του ελαφρού τραγουδιού, Κώστα Μπέζο. Στον δίσκο ,που φωνογραφήθηκε στην Αθήνα το 1931 για λογαριασμό Αμερικάνικης εταιρίας, ως συνθέτης του τραγουδιού αναφέρεται κάποιος ονόματι  Scotti  ενώ και ο ερμηνευτής αναγράφεται ως Κ. Κωστής και όχι Αντώνης .Το πιθανότερο, βέβαια ,είναι να είναι απλά ένα λάθος στην ετικέτα του δίσκου και μόνο.

ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΟΡΩΠΟΥ
Γιώργου Μπάτη (1934)
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό κομμάτι της περιόδου κατά την οποία  οι ρεμπέτηδες απλά έβγαζαν άρνηση στον στίχο τους  χωρίς ίχνος μεταμέλειας ή χωρίς να καταδεχτούν να παραπονεθούν για τις συνθήκες ζωής στην φυλακή. Η φυλακή μοιάζει σαν παράδεισος για τον σκληραγωγημένο μάγκα που κατά κανόνα είναι εκεί από σκευωρία.
Δημιουργός του τραγουδιού ο  δημοφιλόσοφος, τεκετζής, παλιατζής  και δημιουργός της Ξακουστής Τετράδος του Πειραιά, Γιώργος  Μπάτης ή Αμπάτης ,κατά κόσμον Γεώργιος Τσωρός . Ερμηνεύει ο ίδιος ,με την χαρακτηριστική φωνή του και το γνωστότατο παίξιμο του μπαγλαμά του. Στο μπουζούκι είναι ο θρυλικός Ανέστης Δελιάς  ,ο «Αρτέμης» της ξακουστής τετράδας.
Οι φυλακές του Ωροπού  ήταν ,μαζί με τις φυλακές του Μεντρεσέ και αυτές του Συγγρού ,οι συχνότεροι τόποι περιορισμού  των περιθωριακών στοιχείων της εποχής(πρεζάκηδες, χασικλήδες,  λαθρέμποροι, σωματέμποροι, μαχαιροβγάλτες  κ.α.). Πριν μετατραπεί σε αγροτικές φυλακές το κτήριο ,δωρεά και αυτό του Συγγρού, στέγαζε το Αμαλίειο ορφανοτροφείο. Κατά την εφταετία της  χούντας  των συνταγματαρχών, χρησιμοποιήθηκε ως χώρος κράτησης πολιτικών κρατουμένων . Ανάμεσα τους και ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης .
ΜΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΟΥ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ
Αγνώστου  συνθέτη. Ερμηνεύει η Μαρίκα Παπαγκίκα (1927)
Απτάλικο  ζεϊμπέκικο με βιολί, τσέλο, τσέμπαλο και καστανιέτες .Δημιουργήθηκε από σκόρπια δίστιχα μουρμούρικων τραγουδιών και φωνογραφήθηκε στην Αμερική τον Νοέμβρη του 1927.
Η φυλακή του Συγγρού βρίσκονταν στον Ταύρο, στις τρεις γέφυρες, στην οδό Χαμοστέρνας.
Τραγούδι με τον ιδιο τίτλο αλλά διαφορετικό στίχο έχει ερμηνεύσει και ο Αντώνης Νταλγκάς.
( (Δίσκος Columbia DG-208 / 1931 Συνθ.: Αντώνης Διαμαντίδης, Τραγ.: Αντ. Νταλγκάς)
ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ
Σώσου Ιωαννίδη (Σ. Ψυρριώτη), Αιμίλιου Σαββίδη (, Βοσπορινού, Σαβαϊμ)
Ερμηνεύει ο Γιώργος Παπασιδέρης (1934)
Το τραγούδι ,αν και γράφτηκε το 1934,ξεφεύγει από όσα είχαμε αναφέρει για τα ρεμπέτικα της φυλακής που γράφτηκαν εκείνη την εποχή. Η εξήγηση βέβαια είναι απλή. Ο στίχος που μιλά για θρήνο και για πόνο των κρατούμενων, όπως και η μουσική ,γράφτηκαν από δημιουργούς που δεν άνηκαν στον χώρο του ρεμπέτικου. Ο  Σαβαίμ Βοσπορινός ,μάλιστα,δεν είναι άλλος απ τον πολέμιο του ρεμπέτικου Αιμίλιο Σαββίδη.
Το Φρούριο του Επταπυργίου, γνωστό και με την οθωμανική ονομασία Γεντί Κουλέ, βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο των τειχών της Θεσσαλονίκης, εντός της Ακρόπολης. Αποτελείται από δύο ενότητες: το βυζαντινό φρούριο, το οποίο συνθέτουν δέκαπύργοι με τα μεταξύ τους μεσοπύργια διαστήματα και τον περίδρομο, καθώς και τα νεότερα κτίσματα των φυλακών, που έχουν κτιστεί εντός κι εκτός του φρουρίου. Οι πύργοι της βόρεια πλευράς αποτελούν τμήματα του παλαιοχριστιανικού τείχους της Ακρόπολης, ενώ αυτοί της νότιας προστέθηκαν πιθανότατα κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, σχηματίζοντας τον κλειστό πυρνα του φρουρίου. Ο μεσαίος πύργος της εισόδου κατασκευάστηκε το 1431 από τον Τσαούς Μπέη, πρώτο διοικητή της Θεσσαλονίκης μετά της άλωσή της.
Γύρω στο 1890 το μνημείο χρησιμοποιήθηκε ως ανδρικές, γυναικείες και στρατιωτικές φυλακές. Ο εσωτερικός χώρος αναδιαμορφώθηκε και προστέθηκαν εγκαταστάσεις και εξωτερικά του κτηρίου. Το 1989 οι φυλακές μεταφέρθηκαν και το Επταπύργιο αποδόθηκε στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού.
.Αν και σημερινό μνημείο το Επταπύργιο, δύσκολα θα καταφέρει να ξεκολλήσει από πάνω του την ιστορική ταμπελίτσα της κακουχίας και της βίας που το συνοδεύει από το παρελθόν του.
Οι φυλακές του Γεντί Κουλέ έχουν σημαδευθεί από πολλά ρεμπέτικα τραγούδια, καθώς πολλοί συνθέτες τραγούδησαν για τους καημούς των φυλακισμένων.
Δραπέτης του Γεντί Κουλέ
http://www.youtube.com/watch?v=OLwAvkbYbXk
(Τα κάστρα του Γεντί κουλέ)
Στίχοι: Γιώργος Μητσάκης
Μουσική: Γιώργος Μητσάκης
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Γιουλάκης
ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ – ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ
http://www.youtube.com/watch?v=F1lq6NtNZPY&feature=related
Μητσάκη-Χρυσίνη
Μπουζούκι παίζει ο Γιώργος Μητσάκης
Ηχογράφηση Σεπτέμβριος 1956
ΑΝΑΣΤΕΝΑΖΕΙ Ο ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕΣ» του Σαράντη Κοτομάτη :
http://www.youtube.com/watch?v=j0-E6eVDdlk

Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΑΡΓΙΛΕ
Βαγγέλη Παπάζογλου . Στελλάκης Περπινιάδης (1935)

Καρσιλαμάς  που πιθανόν αναφέρεται στο γεντί κουλέ της Κωνσταντινούπολης και όχι σ αυτό της Θεσσαλονίκης.
Του τραγουδιού προηγείται ο ακόλουθος διάλογος μεταξύ Βαγγέλη Παπάζογλου και Στελλάκη Περπινιάδη:
-Γεια σου φίλε μου Στελλάκη
-Γεια και χαρά σου Βαγγέλη μου
-Τι ειν’ αυτό που κρατάς;
-Αργιλές.
-Αργιλές;
-Αμ, τι ήθελες να κρατώ, κανένα υπερωκεάνειο; -Μα αιωνίως μωρ’ αδερφέ μου Στελλάκη, όποτ’ έρθω να σε βρω, όλο με τον αργιλέ στα χέρια σε βρίσκω!
-Α, φίλε μου Βάγγο, έχεις δίκιο. Αλλά αν ήξερες κι εσύ τα ντέρτια και τα βάσανα που ‘χω, δε θα μ’ αδικούσες ποτέ! Άκου τα μωρ’ αδερφέ μου Βάγγο, να με παρηγορήσεις.

ΓΙΑΦ- ΓΙΟΥΦ
Μαρίκα Παπαγκίκα (1928)

Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται, ίσως για πρώτη φορά η λέξη ρεμπέτικα, σε φωνογράφηση της Αμερικής. Το δίστιχο «πορτοκαλιά εφύτεψα στην φυλακή σαν μπήκα
και πορτοκάλια έφαγα κι ακόμα δεν εβγήκα» λέγεται πως βρέθηκε γραμμένο σε κελί του Μεντρεσέ.

ΟΙ ΔΥΟ ΣΕΡΕΤΕΣ
Μανώλη Χρυσαφάκη με τους Αντώνη Νταλγκά-Ζαχαρία Κασιμάτη (1933)
Το τραγούδι του Μικρασιάτη συνθέτη Μανώλη Χρυσαφάκη (φυστιξής),περιγράφει τον καυγά δυο σερέτηδων (νταήδων) στην φυλακή. Ο όρος σερέτης προέρχεται απ την τούρκικη λέξη sirret  που σήμαινε κυριολεκτικά ,πρόστυχος, αλλά στην καθομιλουμένη ονόμαζαν έτσι τους προστάτες ή μπράβους των οίκων ανοχής.

ΕΠΙΑΣΑΝΕ ΤΟΝ ΜΠΑΤΗ
Γιώργου Ροβερτάκη – Αιμίλιου Σαββίδη
Γιώργος Κάβουρας (1936)

Οι στίχοι του τραγουδιού είναι κατά πάσα πιθανότητα προϊόν φαντασίας του Αιμίλιου Σαββίδη. Ο Μπάτης δεν ήταν σίγουρα φυλακόβιος . Είχε κάτι μικρές καταδίκες αλλά ποτέ βαριές ποινές. Η γνωστή φωτογραφία που δείχνει την σύλληψη του Μπάτη, φαίνεται μάλλον μεταγενέστερη και πιθανώς πλαστή.

ΑΝΤΙΛΑΛΟΥΝΕ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ
Μάρκου Βαμβακάρη (1935)
Ζεϊμπέκικο  του Μάρκου. Οι στίχοι προϋπήρχαν με την μορφή δίστιχων σε μουρμούρικα τραγούδια. Ο ρεμπέτης Τάκης Μπίνης , λέει στην βιογραφία του αναφερόμενος  στο τραγούδι :  »Για ν’ αντιλαλούν οι φυλακές πρέπει να είναι απέναντι η μία στην άλλη, αλλιώς δεν έχει λογική. Ούτε μεταφορικά. Δε γράφαμε εμείς τέτοια …μεταφορικά». Και συμπλήρωνε ότι κάποιοι παλιοί το έλεγαν το τραγούδι σωστά, δηλαδή «…το Μπούρτζι και το Ιτς Καλέ…» .
Ο Μάρκος σωστά για λόγους μουσικότητας άλλαξε το ν στίχο .Το Ιτς Καλέ (Ακροναυπλία) γίνεται  Γεντί Κουλέ.  Για τον ίδιο λόγο το Γεντί ,αναφέρεται ως ο Γεντί Κουλές.
Τα «Παραπήγματα» ήταν στρατιωτικές φυλακές στο δρόμο Βασιλίσσης Σοφίας.


Ο ΙΣΟΒΙΤΗΣ
Μάρκου Βαμβακάρη (1936)
Αν και ο Μάρκος δεν πήγε φυλακή, όμως έγραψε γι’ αυτή μερικά αριστουργηματικά τραγούδια. Το χασάπικο «Ισοβίτης»,  το 1936  . Στα 1975 το τραγούδησε σε δίσκο και ο Γιάννης Κυριαζής.
Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό το ρεμπέτικο, γιατί περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά των τραγουδιών με θέμα την φυλακή που περιγράψαμε στην εισαγωγή μας.
Για όλα φταίει η ραδιουργία της γυναίκας. Η καταδίκη του είναι πλάνη ,άσχετα αν πράγματι διέπραξε τον ξυλοδαρμό ,μιας και είχε δίκιο που τον έδειρε. Ελπίζει σε έφεση ενώ γνωρίζει ότι την εποχή εκείνη το να ξυλοφορτώσεις  έναν Χίτη  ( Αναφορά σε γνωστούς ακροδεξιούς της ομάδας  «Χ»  πριν και κατά την δικτατορία του Μεταξά ,και δοσίλογους των ταγμάτων ασφαλείας επί κατοχής  ) σου εξασφάλιζε το λιγότερο πολλά χρόνια φυλακής .
Να σημειώσουμε επίσης την αναφορά του Φράγγου στον Έκτορα και τον Αχιλλέα .

ΤΑ ΜΑΝΤΑΛΑ
Βασίλη  Τσιτσάνη  .
Πρώτη εκτέλεση με τους , Δ. Χρήστου  και την Ευαγγελία Μαρκοπούλου το 1950
Το ζεϊμπέκικο αυτό γράφτηκε την εποχή που οι διώξεις , οι φυλακίσεις και οι εξορισμοί βρίσκονταν στο αποκορύφωμα τους στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε πολύ απ τον κόσμο ,όπως και τα «Της Γερακίνας Γιος» και «Βαριά χτυπούν τα σήμαντρα» του ίδιου δημιουργού.

ΜΕΣ ΤΑ ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙΑ (Ένας λεβέντης ξαγρυπνά )
Μπάμπη Μπακάλη με τους Π. Γαβαλά και Μαίρη Τζάνετ, το 1955
Ίσως  το πιο ξεκάθαρο σε στίχο τραγούδι συμπαράστασης στους πολιτικούς κρατούμενους.
«Ένας λεβέντης ξαγρυπνά
στο σκοτεινό κελί του,
μες στα μπουντρούμια τα φριχτά
τον ‘ρίξαν οι εχθροί του.»
Το μυστήριο με τον Μπάμπη Μπακάλη είναι ,ότι ενώ έγραψε τραγούδια συμπαράστασης σους φυλακισμένους  κομμουνιστές όπως αυτό και το «Συρματοπλέγματα Βαριά»,  έγραψε και τραγούδια που τους κατηγορούσαν όπως το «Ο Ανταρτόπληκτος» .

ΝΥΧΤΩΣΕ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ
Σπ. Περιστέρη – Απόστολου  Καλδάρα  με την  Στέλλα Χασκίλ  (27/2/1947)
Για αυτό το τραγούδι σταθμό στην ιστορία του λαϊκού μας τραγουδιού ,θα δανειστώ τα σχόλια του συγγραφέα και ερευνητή  Σάκη Παπίστα  απ το βιβλιο του «ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ 1940 – 1949″
1. Τραγούδι-σταθμός στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, που το έγραψε ο Απ. Καλδάρας σε ηλικία 21 ετών, σε συνεργασία με τον έμπειρο δημιουργό Σπύρο Περιστέρη και αποτυπώνει τις σκληρές συνθήκες της εμφύλιας αντιπαράθεσης, που εκδηλώθηκε φανερά πλέον με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 1944, μετά την απόφαση των Άγγλων να «καθαρίσουν» το ελληνικό τοπίο από τους διαφω-νούντες με αυτούς.
2. Ο νεαρός τότε Απόστολος Καλδάρας (1923 – 1990), συγκινημένος από τις πρώτες συλλήψεις και καταδίκες αριστερών αγωνιστών, λόγω της εξέγερσης, θα καταφέρει, μετά από αυτολογοκριτικές παρεμβάσεις, να περάσει στη δισκογραφία ένα από τα ωραιότερα και πλέον αποκαλυπτικά τραγούδια της εμφυλιακής περιόδου, το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», που θα γίνει κι αυτό -όπως και το «Κάποια μάνα αναστενάζει» των Τσιτσάνη – Μπακάλη- σύμβολο ενότητας του ελληνικού λαού.
3. Ο Καλδάρας ανήκε στον ιδεολογικό και πολιτικό χώρο της Αριστεράς, όπως εξ’ άλλου και το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας. Υπήρξε οπαδός και τροφοδότης του ΕΛΑΣ από τον καιρό που το Γενικό Στρατηγείο του είχε εγκατασταθεί στα Τρίκαλα.
4. Το τραγούδι χρησιμοποιεί τον κώδικα σκοταδιού – φωτός για να απεικονίσει παραστατικά τη νέα τυραννία που επικράτησε στη χώρα, αμέσως μετά τη γερμανική Κατοχή και την ανελευθερία που ακολούθησε και οφείλεται στην αγγλοαμερικανική επέμβαση και που τελικά μας οδήγησε για τα καλά στον ολέθριο Εμφύλιο Πόλεμο.
5. Η τότε κυβέρνηση -μέσω της επιτροπής λογοκρισίας- απαγόρευσε το τραγούδι γιατί μιλούσε για τα βάσανα του φυλακισμένου.
6. Ο Απόστολος Καλδάρας, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, αφηγείται σχετικά με το τραγούδι: «Ήταν λίγο μετά τη γερμανική κατοχή. Τότε που οι διώξεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις των αριστερών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ήμουν τότε στη Θεσσαλονίκη, κι ένα σούρουπο βλέπω στα κάστρα του Γεντί Κουλέ μερικές σιλουέτες κρατουμένων. Αυτό ήταν! Έτσι γράφτηκε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι».
7. Κατά μια δική μου πληροφορία, που έχω στο προσωπικό μου αρχείο εδώ και πολλά χρόνια, ο Καλδάρας, έγραψε το τραγούδι για τον Θεσσαλονικιό φίλο του οργανοπαίκτη ρεμπέτη Χρήστο Μίγκο, που την εποχή εκείνη ήταν κρατούμενος στις Νέες Φυλακές της οδού Κασσάνδρου της Θεσσαλονίκης.
8. Τέλος, σε συνέντευξη του ίδιου του δημιουργού προς τον Παναγιώτη Κουνάδη, το φθινόπωρο του 1989, αναφέρονται όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με την ιδέα της δημιουργίας του τραγουδιού. Λέει λοιπόν ο Καλδάρας: «Αυτό το τραγούδι το ‘χα εμπνευστεί από μια μικρή ιστοριούλα. Τότε ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά το Δεκέμβρη αρχίσαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόματι -καλή του ώρα κι αυτός πέθανε, Θεός σχωρέστον- τον Μίγκο. Τον Χρήστο τον Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο -το Γεντί Κουλέ. Και μ’ έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι στη γριά, έτσι την έλεγε τη μάνα του. Πίναμε τα ουζάκια, τα λέγαμε. Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δω, από ‘κει. Λοιπόν μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το ‘βλεπα. Εκείνη τη φορά μου ‘κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου ‘κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί μέσα πίσω απ’ τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και ‘κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου ‘δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το ‘γραψα τότε στις αρχές του ’45. Μετά τα Δεκεμβριανά, τότε που πιάναν τους αριστερούς θυμάμαι». Σε ερώτηση του Π. Κουνάδη, αν το τραγούδι αυτό ήταν αφιερωμένο σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ο Απ. Καλδάρας απάντησε: «Όχι γενικά. Πλην όμως είχε διαδοθεί. Εγώ το ‘πα σ’ ένα-δυό πρόσωπα για ποιο λόγο έγραψα το τραγούδι, αυτοί το ‘παν σ’ άλλους και ούτω καθεξής. Έτσι έκατσα κι έγραψα το τραγούδι αυτό. Αλλά δεν το είχα γράψει όπως είναι στο δίσκο. Ήταν:
Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ,
Κι όμως ένα παλληκάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Άραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωΐ
Στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελλί.
Όχι «Που φωτίζει με κερί». Αυτό δεν λέει τίποτα. Αλλά αναγκάστηκα για τη λογοκρισία να το βάλω έτσι. Ο τρίτος στίχος είναι:
Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί,
Τι έχει κάνει και το ‘ρίξαν το παιδί στη φυλακή.
Και μετά τ’ άλλαξα τελείως, διότι το ‘χε κόψει η λογοκρισία και το ‘βαλα έτσι όπως είναι σήμερα. Και έγινε επιτυχία πάλι και μ’ αυτά τα λόγια».
*από το: