O Πικάσο γεύτηκε χωρίς ενοχές τους πειρασμούς της ζωής, σαν το πολυτιμότερο δώρο της φύσης. (photo credit: http://www.theguardian.com/ )
Ο Πάμπλο Πικάσο δεν θα γινόταν ποτέ αθάνατος δίχως το φιλί μιας γυναίκας. Ήξερε από μικρός τη μοίρα του: ιππότης της φήμης και δυνάστης των θηλυκών. Στη Μάλαγα της Ισπανίας, όπου γεννήθηκε το 1881, διαισθάνθηκε από νωρίς τη συναρπαστική περιπέτεια που τον περίμενε πέρα από τις επαρχίες της Ισπανίας. Αργότερα, στη Βαρκελώνη, όπου μετακόμισε οικογενειακώς στα τέλη του αιώνα, και στο χρυσό Παρίσι, όπου άρχισε να ζει μετά το 1900, απέκτησε την αυτοπεποίθηση του Ισπανού θεού. Ήταν κοντός στο μπόι, αλλά μεγάλος στα έργα και στο φύλο (κατά γενική ομολογία των ερωμένων του). Όπως φιλοσόφησε κάποτε ο Νόρμαν Μέιλερ στη βιογραφία «Πορτρέτο του Πικάσο σε νεαρή ηλικία», ο νεαρός επαρχιώτης Σπανιόλος ήξερε, προτού το διαβάσει αργότερα στα βιβλία για την τέχνη, πως «η φύση μάς αφήνει υπονοούμενα για τη βαθύτητα και τα θαμμένα μυστικά της. Και η γλώσσα –ας την πούμε “το κλειδί”– που η φύση μοιράζεται με το ανθρώπινο είδος είναι η μορφή».
Η Φρανσουάζ Ζιλό, ζωγράφος η ίδια, έμεινε παντρεμένη με τον Πικάσο από το 1943έως το 1953 και του χάρισε δύο παιδιά. (photo credit: http://freizeit.at/ ) Αυτή ήταν η γλώσσα που ο Πικάσο γνώριζε καλύτερα και από τα ισπανικά. Όταν πρωτοπήγε στο Παρίσι, δεν ήξερε λέξη γαλλικά και άργησε πολύ να μάθει – ήταν αργός με τις γλώσσες. Οι έμποροι τέχνης, οι ομότεχνοι και οι ερωμένες του δεν μιλούσαν λέξη ισπανικά. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε ποτέ να γίνει αντιληπτός στον κόσμο της τέχνης μέσω των σκίτσων του και αργότερα των πινάκων του, αλλά και του αμίμητου ερωτικού ταμπεραμέντου του στις γυναίκες. Όπως παρατήρησε κάποτε ένας βιογράφος του, «ο Δον Ζουάν και ο Καζανόβας υπήρξαν μυθικά πρότυπα του ακούραστου εραστή. Ο Πικάσο, όμως, υπήρξε ένας αληθινά ανεξάντλητος εραστής, με όλη τη σημασία της λέξης. Η ενέργειά του ήταν πριαπική, η πίστη του στις γυναίκες διαρκούσε όσο και μια εκσπερμάτιση, η εξέλιξή του στην τέχνη βάδισε παράλληλα με την ακούραστη λίμπιντό του.
Η τέχνη και οι γυναίκες ήταν ένα για τον Πικάσο. Ο δημιουργός και οι αμαρτίες του σε μια ακαταμάχητη, διαρκή, εκρηκτική ένωση ιδεών και ηδονών». H μυστηριώδης Ντόρα Μάαρ (1907-1997), φωτογράφος και ζωγράφος υπήρξε ερωμένη και μούσα του Πικάσο. (photo credit: http://modearte.com/) Μέσα από αυτήν την έκρηξη, προέκυψε ο πιο διάσημος καλλιτέχνης του εικοστού αιώνα – «το μόνο όνομα που παραμένει πιο διάσημο από του Πικάσο είναι αυτό του Χριστού», όπως λέει χαριτολογώντας ένας κριτικός. Αντίθετα από τον Χριστό, ο Πικάσο γεύτηκε χωρίς ενοχές τους πειρασμούς της ζωής, σαν το πολυτιμότερο δώρο της φύσης. Και υπάρχει γλυκύτερος πειρασμός από τον έρωτα; Σ’ ένα από τα πρώιμα, άτιτλα σκίτσα που έκανε στο Παρίσι το 1903, ένας τεράστιος φαλλός κορδώνεται, με τη μορφή μιας ελαφρά σκυμμένης γυναίκας, και κυριαρχεί στο όσχεό του. Σε ένα άλλο σκίτσο, επίσης χωρίς τίτλο, που θα ζωγράφιζε 63 χρόνια αργότερα, το 1966, πρωτοστατούν δύο φαλλοί εν στύσει. Στο όσχεο του αριστερού ξεκουράζεται ξαπλωμένη μια γυμνή χορτασμένη γυναίκα, ενώ ο δεξιός δείχνει κάπως καταβεβλημένος από το αχόρταγο της ορμής του. Ο Πικάσο υπήρξε ένας αληθινά ανεξάντλητος εραστής, με όλη τη σημασία της λέξης. Η τέχνη και οι γυναίκες ήταν ένα για τον Πικάσο.
Ο δημιουργός και οι αμαρτίες του σε μια ακαταμάχητη, διαρκή, εκρηκτική ένωση ιδεών και ηδονών. O Πικάσο στο ατελιέ του στο Mougins τον Οκτώβριο του 1971 με την τελευταία σύζυγό του, τη Ζακελίν Ροκ. (photo credit: AFP | Φωτό Ralph Gatti) Ορισμένοι ποιητές μίλησαν κάποτε για τα δύο επίπεδα της συνείδησης ενός καλλιτέχνη – ο καλλιτέχνης όπως ήταν κάποτε στα νιάτα του και ο καλλιτέχνης όπως εξελίχθηκε σε μέση ηλικία. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο όρια, ρέει ο άπιαστος χείμαρρος της ζωής και σμίγουν το χτες και το σήμερα σε μια εξίσωση τόπου, χρόνου, μνήμης και φαντασίας, που προσδιορίζει το αποτέλεσμα του έργου μιας ζωής. Για τον Πικάσο, μπορεί κάποιος να πει, αυτά τα δύο άτιτλα φαλλικά σκίτσα από το 1903 και το 1966 αποτελούν τα δύο άκρα του δικού του ταξιδιού στον τόπο και το χρόνο, μια παρένθεση κατά την οποία δημιουργήθηκαν τα δύο πιο διάσημα έργα του, «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν» (1907) και η «Γκερνίκα» (1937). Δεν είναι μυστικό πως για εκείνον, όπως και για άλλες φυσιογνωμίες της τέχνης και της διανόησης της εποχής του, όπως ο Χέμινγουεϊ και ο Ματίς, ο φαλλός ήταν ο ισχυρότερος θεός, η αρχή της δημιουργικότητας και του παντός. Διαβάστε ακόμα: Πίτερ Μπίαρντ – Ένας Ταρζάν με μυαλό. Στα ημερολόγιά του από τις περιπλανήσεις του στην Ιταλία, ο Άγγλος συγγραφέας της «Λαίδης Τσάτερλι», Ντ. Χ. Λόρενς, σημείωσε, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, πως «το μυστικό της γοητείας της Ιταλίας για εμάς (τους Εγγλέζους) είναι η λατρεία του φαλλού. Για τον Ιταλό, ο φαλλός είναι το σύμβολο της ατομικής δημιουργικής αθανασίας, η θεότητα του κάθε άνδρα».
Και λίγο παρακάτω, ο Λόρενς θρηνεί το γεγονός πως «ο τρόπος ζωής των Εγγλέζων και η κράση μας μάς εμποδίζουν να γίνουμε σαν τους Ιταλούς. Ο φαλλός δεν θα μας υπηρετήσει ποτέ ως θεότητα, επειδή δεν πιστεύουμε σε αυτόν: καμία βόρεια ράτσα δεν πιστεύει σε αυτόν». “To όνειρο”, 1932. | O Πικάσο με τη Φρανσουάζ Ζιλό στην παραλία, φωτογραφημένοι από τον Robert Capa, 1948. (photo credit: / http://theredlist.com/ Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πικάσο ουδέποτε αγάπησε μέρη όπου σύχναζαν βόρειες ράτσες. Το Λονδίνο δεν ήταν ποτέ του γούστου του και η Αμερική τον υπηρέτησε μόνο ως αυτό που ο διάσημος ζωγράφος χρειαζόταν: ως δούλα του χρήματος. Η λατρεία του φαλλού ως θεότητα από τους νάρκισσους νότιους, βεβαίως, δεν ήταν αποκλειστικά ιταλικό φαινόμενο, όπως σημείωσε ο Λόρενς, αλλά ένα γενικότερο μεσογειακό χαρακτηριστικό που, ειδικά στη χώρα της ταυρομαχίας, κατά καιρούς αντιμετωπίστηκε ως το ύψιστο ανδρικό προνόμιο, όσο και καθήκον: αυτοί που διαθέτουν τη θεότητα είναι φτιαγμένοι για να υπηρετούν τη γυναίκα. Με την ανήλικη Μαρί-Τερέζ Γουόλτερ έκαναν έρωτα μία εβδομάδα μετά την πρώτη τους συνάντηση και έκτοτε ο Πικάσο έφευγε από το κρεβάτι τους μόνο για να ζωγραφίσει – κυρίως πορτρέτα της. Το παράνομο ειδύλλιο κρατήθηκε μυστικό ώσπου η Μαρί έκλεισε τα δεκαεπτά. Στην πρώτη του νιότη, ο Πάμπλο Πικάσο αγκάλιασε τη γυναίκα ως αύρα της φύσης, μάγισσα της ζωής και βασίλισσα των ηδονών. Διόλου τυχαία, αργότερα, που μυήθηκε στις σελίδες του γαλλικού ρομαντισμού, ο Πικάσο ταυτίστηκε με τη φιλοσοφία του Μποντλέρ, του γνωστού Γάλλου ποιητή που τον 19ο αι. βυθίστηκε στις ηδονές με διακαές πάθος.
Όπως σημείωσε κάποτε ο Μποντλέρ, «η πόρνη είναι μια τέλεια εικόνα αγριότητας στη μέση του πολιτισμού. Διαθέτει το είδος της ομορφιάς που προκύπτει από την αμαρτία. Ας μην ξεχνάμε πως πέρα από τη φυσική ή την τεχνητή τους ομορφιά, όλα τα πλάσματα έχουν το σημάδι της ιδιότητας τους, […] αν μπορούσε ο γλύπτης του σήμερα να βρει το κουράγιο να διακρίνει και να αγγίξει την ευγένεια σε όλες τις διαστάσεις της, ακόμα και στο βούρκο, […] σε αυτό το χάος της καταχνιάς, λουσμένες με χρυσό φως, πάνε κι έρχονται αποτρόπαιες νεράιδες και ζωντανές κούκλες, στων οποίων τα παιδικά μάτια σπινθηρίζουν δόλιες υποσχέσεις». Όπως παρατηρεί ο βιογράφος του Πικάσο, Τζον Ρίτσαρντσον, στο δεύτερο τόμο της βιογραφίας του, «η πρόκληση που εξέφρασε ο Μποντλέρ προς τον “γλύπτη του σήμερα” θα απασχολούσε ιδιαίτερα τον ζωγράφο του αύριο, τον Πικάσο». O Πικάσο με το καπέλο και το εξάσφαιρο που του χάρισε ο Γκάρι Κούπερ στις Κάννες το 1958. (photo credit: http://www.interestingfacts.org/ ) Μια οργασμική πανδαισία Αν πιστέψουμε τις φήμες, οι πρώτες αγάπες του Πικάσο ήταν Σπανιόλες του δρόμου, στις οποίες ο νεαρός καλλιτέχνης δινόταν ψυχή τε και σώματι – χωρίς βεβαίως να είναι πιστός σε καμία.
Η συνήθεια της απιστίας, λένε, του κόλλησε σαν μικρόβιο από τα μονοπάτια της εφηβείας του. Μερικές φορές, οι γυναίκες για αυτόν ήταν όλες ίδιες: αξιαγάπητες, φιλήδονες, ατελείωτες… Του παραδίνονταν σαν υποταγμένοι εχθροί και μόλις φίλιωναν μαζί του, εκείνος αναζητούσε ήδη την επόμενη. Όπως είπε κάποτε χαριτολογώντας ένας σχολιαστής, «για τον Πικάσο δεν υπήρχαν γυναίκες, υπήρχε η Γυναίκα. Όλες σε μια οικουμενική μορφή, χωρίς να έχει πάντα σημασία το όνομα της εκάστοτε εφήμερης ερωμένης. Το αιώνιο και το εφήμερο σε μια οργασμική πανδαισία». Διαβάστε ακόμα: Ντέιβιντ Μπόουι – Ήταν ο πιο στυλάτος μουσικός του καιρού μας. H Ντόρα Μάαρ και λεπτομέρεια από το “Γυναικείο μπούστο” του 1938. Η υπερβολική γυναικομανία, από τον καιρό του Καζανόβα ως τις μέρες του Γουόρεν Μπίτι, του Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ και του Ντομινίκ Στρος-Καν, δεν είναι κάτι πρωτότυπο και καινούργιο. Με τη διαφορά ότι ο Πάμπλο Πικάσο δόξασε τις αποτρόπαιες νεράιδές του ως θεότητες εφάμιλλες της δικής του θεότητας –του φαλλού του– και ποτέ ως κάτι λιγότερο. Εκτός αυτού, δεν μπορούσε να είναι αυτό που ήταν χωρίς την παρουσία της Γυναίκας στη ζωή του, στους πίνακες του, στα γλυπτά του. Αν παρατηρήσει κάποιος με προσοχή το έργο του, από τα πρώιμα χρόνια της «γαλάζιας περιόδου» και της «ρόδινης περιόδου» που τη διαδέχτηκε, ως τα κατοπινά χρόνια του αναλυτικού και συνθετικού κυβισμού, θα διαπιστώσει πως, πέρα από τις κιθάρες, τα αντικείμενα και τα ανδρικά πορτρέτα, η συντριπτική πλειοψηφία των έργων του είναι εμπνευσμένη από θηλυκές φυσιογνωμίες. Ήταν όλες δικές του. Για χάρη της Μαρί-Τερέζ Γουόλτερ χώρισε τη σύζυγό του και μητέρα του γιου του, μπαλαρίνα Όλγκα Κόκλοβα. Η οποία, ανήμπορη να αντέξει το χωρισμό και τους παλιούς όρκους αιώνιας πίστης του Πικάσο, κατέληξε να μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικές κλινικές ως το τέλος της ζωής της. Παίζοντας σκοινάκι στο ατελιέ του, με τα παιδιά του Κλοντ και Παλόμα, 1957. (photo credit: http://picassolive.ru/ ) Ο Πικάσο δεν ζωγράφιζε άγνωστα μοντέλα. Τον γοήτευε κυρίως ο αέρας της κατακτημένης γυναίκας που με τον τρόπο της εισέβαλλε στον κόσμο του ως μοντέλο, μούσα, κυρίαρχη πολιορκημένη. Η «τέλεια εικόνα αγριότητας στη μέση του πολιτισμού» που είχε κάποτε συνεπάρει τον Μποντλέρ, για εκείνον δεν ήταν η πόρνη, αλλά η γυναίκα που ήταν διατεθειμένη να γίνει σκλάβα του. Η πρώτη του σοβαρή σχέση ήταν με τη Φερνάντε Ολιβιέ, το καλοκαίρι του 1904 στη Βαρκελώνη. Δεν θα χώριζαν ως το 1912, όταν ο Πάμπλο είχε ήδη ανακαλύψει το Παρίσι.
Εκείνα ήταν τα χρόνια όπου ο καλλιτέχνης μεταπήδησε από τη «γαλάζια» στη «ρόδινη» περίοδο, έχοντας μπει στο μονοπάτι των αναζητήσεων που θα τον οδηγούσε στο πρώτο του αριστούργημα, τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν». Η Φερνάντε, παρ’ όλες τις σύντομες απιστίες του, παρέμεινε μαζί του εκείνο το διάστημα. Όπως σημειώνει ο Μέιλερ: «Ας απολαύσουμε τον αριθμό: η Φερνάντε ήταν η πρώτη από τις επτά κύριες ερωμένες και συζύγους που θα ασκούσαν μεγάλη επιρροή στο έργο του. Αν συχνά ο Πικάσο έχει σκιαγραφηθεί ως ένα κτήνος στις σχέσεις του με τις γυναίκες, ας τον χαρακτηρίσουμε επίσης ως κάποιον που μαγνητίστηκε πλήρως από αυτές τις σχέσεις. Θα αποσπούσε μια μοναδική έμπνευση από το διαφορετικό στυλ ζωής που είχε με την κάθε γυναίκα. Και θα τιμούσε την κάθε μία από αυτές με τον τρόπο του». Οι “Γυναίκες του Αλγερίου” (εκδοχή “Ο”), 1955. Σε δημοπρασία του οίκου Christie’s στις 11 Μαϊου του 2015 έπιασαν την τιμή ρεκόρ των $ 179,3 εκατ. (photo credit: http://www.artnews.com/ ) Θα ήταν δύσκολο να απαριθμήσει κάποιος σωστά τις άπειρες γυναίκες που αγάπησε ο Πικάσο, πέρα από τις μεγάλες σχέσεις του, που ήταν οκτώ και όχι επτά, όπως λανθασμένα παρατήρησε ο Μέιλερ. Γι’ αυτό ας μείνουμε σε εκείνες και ειδικά σε μία, τη Μαρί-Τερέζ Γουόλτερ, η οποία υπήρξε η πρωταγωνίστρια μιας μεγάλης έκθεσης Πικάσο στη Νέα Υόρκη και ενός νέου (τέταρτου) τόμου στη βιογραφία του ζωγράφου από τον Τζον Ρίτσαρντσον. Όταν τη γνώρισε, τον Ιανουάριο του 1927, στο πολυκατάστημα Galleries Lafayette στο Παρίσι, η Μαρί-Τερέζ ήταν 16 χρόνων κι εκείνος είχε πατήσει τα 45. «Έχετε πολύ ενδιαφέρον πρόσωπο», της είπε επιτόπου. «Θα ήθελα να σας ζωγραφίσω. Είμαι ο Πικάσο». Η μικρή δέχτηκε, παρότι δεν είχε ιδέα ότι ο κύριος που της μιλούσε ήταν ένας από τους πιο πολυσυζητημένους καλλιτέχνες των Παρισίων. Όπως αναφέρει η ιστορικός τέχνης Νταϊάνα Γουίντμερ-Πικάσο (εγγονή της Μαρί-Τερέζ) στον κατάλογο της έκθεσης «Picasso and Marie-Therese: L’ Amour Fou», η οποία παρουσιάστηκε στην γκαλερί Gagosian στη Νέα Υόρκη, η συνάντησή τους ήταν καθοριστική για την επόμενη δεκαετία του ζωγράφου. Διαβάστε ακόμα: Στο θαυμαστό κόσμο της Claude και του François-Xavier Lalanne. Η ανήλικη Μαρί-Τερέζ ήταν μια μούσα αλλιώτικη απ’ τις άλλες.
Έκαναν έρωτα μία εβδομάδα μετά την πρώτη τους συνάντηση και έκτοτε ο Πικάσο έφευγε από το κρεβάτι τους μόνο για να ζωγραφίσει, κυρίως πορτρέτα της, τα περισσότερα εκ των οποίων παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά μαζί σε αυτήν την έκθεση. Ήταν ένα παράνομο ειδύλλιο, το οποίο στην αρχή κρατήθηκε μυστικό, ως τη στιγμή που η Μαρί πάτησε τα 17. Ο Πικάσο ήταν πιο ερωτευμένος από ποτέ, παρότι αυτό θα του συνέβαινε ξανά, με άλλες γυναίκες, αργότερα. Η Μαρί-Τερέζ ήταν η τέταρτη μεγάλη σχέση του: για χάρη της χώρισε τη σύζυγό του και μητέρα του γιου του, την μπαλαρίνα Όλγκα Κόκλοβα, η οποία, ανήμπορη να αντέξει το χωρισμό, κατέληξε να μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικές κλινικές ως το τέλος της ζωής της. Ο Πικάσο και η Ζακλίν γευματίζουν στο σπίτι τους το 1957 με τον σκύλο τους Lump. (photo credit: http://www.nytimes.com/ ) Το Παρίσι της εποχής που ο Πικάσο εμφανιζόταν παντού αγκαλιά με τη Μαρί-Τερέζ είναι η υπέροχη πόλη της τζαζ, την οποία σκιαγραφεί ο Γούντι Άλεν στην ταινία «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» (ο Πικάσο κάνει γρήγορες εμφανίσεις στα πλάνα της): ένας κόμβος τέχνης, φήμης, καλοπέρασης και ευπορίας, πόλος έλξης για διεθνείς προσωπικότητες, όπως ο Σαλβαδόρ Νταλί, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Τ.Σ. Έλιοτ και η Γερτρούδη Στάιν, η οποία έγινε μια από τις κοντινότερες παρουσίες στη ζωή του Πικάσο. «Αν είσαι αρκετά τυχερός ώστε να έχεις ζήσει τότε τα νιάτα σου στο Παρίσι, όπου κι αν πας, μένει μαζί σου για το υπόλοιπο της ζωής σου, επειδή το Παρίσι είναι μια κινητή φιέστα», σημείωσε ο Χέμινγουεϊ στο μεμουάρ του «Μια κινητή φιέστα».
Η Φρανσουάζ Ζιλό, που ήταν σαράντα χρόνια νεότερη από τον Πικάσο και του χάρισε τον Κλοντ και την Παλόμα, έμεινε μαζί του από το 1943 ως το 1953. «Ήταν η πιο πολυτάραχη δεκαετία της ζωής μου», με διαβεβαίωσε σε μια παλιότερη συνέντευξη. «Αλλά επέζησα!». Mε τη σύζυγό του Όλγκα Κόκλοβα το 1919. (photo credit: http://birazresimtaniyalim.blogspot.com.tr/ ) Το αγαπημένο μπιστρό του Πικάσο σε αυτήν τη μητρόπολη της φιέστας ήταν το μπιστρό La Rotonde, όπου κατά καιρούς έφαγε μαζί με τη Ζοζεφίν Μπέικερ, τον Μαν Ρέι, τον Λουίς Μπουνιουέλ, την Τζούνα Μπαρνς, τον Σαλβαδόρ Νταλί και, βεβαίως, τον ομότεχνο φίλο του και μεγάλο αντίπαλό του, Ανρί Ματίς. Παρότι στην αρχή η αφρόκρεμα της Πόλης του Φωτός παραξενεύτηκε που ο Πικάσο έπαιρνε σοβαρά τον έρωτά του με μια 17χρονη, η Μαρί-Τερέζ κέρδισε τις εντυπώσεις ως μια ώριμη έφηβη που του έδωσε περισσή λάμψη και έμπνευση. Για τον μεσήλικα ζωγράφο, η ανήλικη ερωμένη ήταν μια υπέροχη τόνωση στη λίμπιντό του: όχι απλώς περνούσε ακόμα η μπογιά του στην τέχνη και στο κρεβάτι, αλλά στην αγκαλιά της βρήκε αυτά που δεν του έδωσαν οι προηγούμενες: αθωότητα, αφέλεια και μια τρελή, υπέροχη απερισκεψία. Ερωμένη και κόρη, γυναίκα και μούσα, παρθένα και ξελογιάστρα. Η Μαρί-Τερέζ χάρισε στον Πικάσο ένα φιλί ζωής και ζωντάνιας που τον οδήγησε στο δεύτερο μεγάλο αριστούργημά του, το οποίο θα μεσουρανεί ως το διασημότερο εικαστικό αντιφασιστικό σύμβολο όσο περιστρέφεται ο πλανήτης, την «Γκερνίκα», η οποία το 1937 εντυπωσίασε τον κόσμο της τέχνης και όπου η φιγούρα της Μαρί-Τερέζ πρωτοστατεί: είναι η γυναικεία σιλουέτα που εμφανίζεται εν κινήσει στη δεξιά πλευρά, στο μπροστινό μέρος της εικαστικής σύνθεσης. “Mητέρα και παιδί” (Μαρί-Τερέζ και Μάγια), 1938 και η ίδια η Μαρί-Τερέζ Ουόλτερ. (photo credit: http://www.pablo-ruiz-picasso.net/ / ( http://greter-art.com/ ) Η σχέση του μαζί της κράτησε ως το 1941, παρότι είχε ήδη αρχίσει να την απατά με την Ντόρα Μαρ, τη Γιουγκοσλάβα φωτογράφο που γνώρισε το 1936 και κάλεσε επιτόπου στο περίφημο στούντιό του, όπου η τέχνη και ο έρωτας έσμιγαν πάντα όπως η βροχή με τη χλόη. Ήρθαν δύσκολα χρόνια για τη Μαρί-Τερέζ, η οποία, πέρα από την παρθενιά και την αιώνια αγάπη της, χάρισε στον Πικάσο μια κόρη, τη Μάγια, η οποία έγινε η μεγάλη αδυναμία του ζωγράφου.
Μη έχοντας αγαπήσει άλλον άνδρα ποτέ, η Μαρί-Τερέζ κατέληξε να γίνει το φάντασμα των Παρισίων, μια γυναίκα που συνέχισε να αγαπά τον Πικάσο από μακριά με το ίδιο άσβεστο πάθος. Ίσως αυτό να ακουγόταν κάπως υπερβολικά ρομαντικό αν δεν το επιβεβαίωνε η ίδια με μια ύστατη μοιραία πράξη: αυτοκτόνησε το 1977, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του ζωγράφου, έχοντας αφήσει ένα σημείωμα πίσω της, στο οποίο εξηγούσε πως της ήταν αδύνατον να συνεχίσει να ζει σε έναν κόσμο χωρίς εκείνον.
Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, η Ζακλίν Ροκ, η τελευταία γυναίκα (και δεύτερη σύζυγός του – την παντρεύτηκε στα 79 του) στη ζωή του Πικάσο, αυτοκτόνησε το 1986. Όπως μου είπε σε μια παλαιότερη συνέντευξη η Φρανσουάζ Ζιλό, μία από τις σημαντικότερες γυναίκες στη ζωή του ζωγράφου, η οποία ζει στη Νέα Υόρκη και φέτος έκλεισε τα 90 της χρόνια, «η ζωή με τον Πικάσο ήταν πάντα δύσκολη, ειδικά αν τύχαινε να τον ερωτευτείς σοβαρά». Η Ζιλό, που ήταν σαράντα χρόνια νεότερη από εκείνον και του χάρισε τον Κλοντ και την Παλόμα, έμεινε μαζί του από το 1943 ως το 1953. «Ήταν η πιο πολυτάραχη δεκαετία της ζωής μου», με διαβεβαίωσε. «Αλλά επέζησα!».
Πικάσο και Φρανσουάζ Ζιλό από τον Robert Capa. (photo credit: http://www.janicza.com/ )
Διαβάστε ακόμα: Balthus, ο γητευτής του χρόνου.
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/pablo-picasso-h-texnh-tou-ston-erwta/ ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου