ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Συντάκτης:
Κώστας Κουτσουρέλης*
φύλλα χρυσά σκοτεινιάζοντας στο κατέβασμα του αγέρα
ή
Κοντά σε τούτες τις πέτρες
μαύρες μέσα στο φως
ή
Ταξιδεύαμε απ’ την αυγή.
Στο πλευρό μας η θάλασσα
λαμπερή σα γιαταγάνι
κόβοντας ίσκιους από πεύκα
ή ακόμη
Από τότε πολλές φορές άκουσα τη φωνή της
ξυπνώντας μέσα σ’ αυτό το φως
μαύρο σαν ένα μελίσσι
που μου έτρωγε τα μάτια
σηκώνει τη φούστα της
να δω την ελιά
Ή και μας περιπαίζουν:
Τρεις φίλοι παίζαν
στα ζάρια το φιλί της.
Κι άλλος το πήρε.
και η Κάρμεν η φωτιά στο Σαλβατόρ
και η φτωχή Αλίσια στην Περέιτα.
Ήταν η Ηραχίλντα το μανεκέν στο Σάντος
και στο Μπουένος Άιρες η Ρίτα η χορεύτρια
και στο Πουέρτο Μοντ η Γκλόρια η Χιλιανή.
Ήταν η Ρεγγίνα στο Ρίο ντε Τζανέιρο
και η Τουρκάλα η Οϊά στη Σμύρνη
και στο Ταγγάρ της Σενεγάλης μια μαύρη Μαριάννα.
Όλες ωραίες μέσα στη νύχτα.
Θα τα δούμε μέσα στο ασανσέρ, αρρεβωνιάρες του αφεντικού, και ωστόσο δοτικές σε ένα φιλί κλεμμένο:
Ένα πρωί που ανεβαίναμε τη φίλησα
και φτάσαμε στον ουρανό
και κόλλησε το ασανσέρ στα σύννεφα
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μʼ αρέσει.
Και μʼ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.
Με τον φίλο μου το λύκο
τον δειλό τον κουτοπόνηρο
περπατούσαμε μαζί
μες στο σκοτεινό μου όνειρο.
Και του λέω Λύκε πες μου
τι να κάνω με τον έρωτα
όλα είναι κει θολά
μυστήρια κι αφανέρωτα.
Και μου λέει άκου Γιώργη
δε θα λύσω τ’ ανεξήγητα
γλέντησε μ’ όσες μπορείς
τ’ αμπέλια είναι ατρύγητα.
Άι στο διάβολο του λέω
αχρείε κι αλιτήριε.
Και το χτήνος μ’ απαντά
να σε φάει ο λύκος κύριε.
Ίσως ο Χοκουζάι στο όνειρό του
είδε τη Γυναίκα του Ψαρά
να ονειρεύεται πως τη ζωγράφιζε γυμνή
καθώς την τύλιγε ολοένα και την έγλειφε
το χταπόδι του ονείρου της.
Ίσως η Γυναίκα του Ψαρά
είδε το Χοκουζάι στ’ όνειρό της
να ονειρεύεται πως τη ζωγράφιζε γυμνή
καθώς την τύλιγε ολοένα και την έγλειφε
το χταπόδι του ονείρου της.
Ίσως εμείς κοιτάζοντας τη ζωγραφιά του Χοκουζάι
βλέπουμε δυο όνειρα το ένα μέσα στο άλλο
δίχως να το ξέρουμε.
Το μοτίβο είναι βεβαίως παμπάλαιο. La vida es sueño, η ζωή είναι όνειρο, είναι ο τίτλος του έργου εκείνου που στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας το μνημείωσε με τον ιδεωδέστερο τρόπο. Και ο Παυλόπουλος, πράγματι, χαράζοντας αυτές τις γραμμές είναι σαν να υπομνηματίζει τον Πέδρο Καλδερόν ντε λα Μπάρκα, και τον μεγάλο μονόλογο του Σιγισμούνδου, του απεγνωσμένου ήρωά του:
Όνειρο βλέπει ο πλούσιος πως φυλάει
με κόπο τόσα πλούτη· όνειρο πάλι
βλέπει ο φτωχός τη φτώχεια τη μεγάλη
όνειρο αυτός που η τύχη του γελάει,
κι αυτός που με τις προσβολές χορταίνει
το μίσος του, κι αυτός που δάφνες δρέπει,
τι είν’ ο καθένας, σ’ όνειρο το βλέπει,
αλλά κανείς δεν το καταλαβαίνει.
Κι εγώ, το ότι ήμουν χθες σ’ ένα παλάτι,
όνειρο το ’δα· κι όνειρο είναι πάλι
πως στο κελί δεμένο μ’ έχουν βάλει.
Τι είν’ η ζωή; Ένα ψέμα, μια αυταπάτη,
μια χίμαιρα, μια σκιά. Στιγμή στου απείρου
το χάος είν’ ό,τι φαίνεται μεγάλο.
Γιατί η ζωή είν’ ένα όνειρο, τι άλλο!
Και τα όνειρα, είναι όνειρο του ονείρου.
αποκοιμιέται πάνω στ’ άλογό του
και βλέπει στ’ όνειρό του
πως τάχα το ταξίδι του
είναι ένα όνειρο
που το βλέπει κοιμισμένος
πάνω στ’ άλογό του.
Και ένα άτιτλο ποίημα του Χιόνη:
Μέσα στη μοναξιά μου είν’ ένα σπίτι
Όπου κατοικώ εγώ
Με μέσα μου τη μοναξιά μου
Όπου βρίσκεται το σπίτι
Όπου κατοικώ εγώ κι η μοναξιά μου
Ακούστε το "Στίχος ενύπνιος" του Παυλόπουλου:
Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα
τίποτε όμως δεν θυμόμουν
εκτός από ένα στίχο μονάχα:
Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα.
Και ένα τετράστιχο του Χιόνη, επίσης από το "Περιέχον Περιεχόμενον" του:
Είμαι χρόνος κι είμαι μες στο χρόνο
Είμαι ένα ρολόι κουρδισμένο ισόβια
Κι έχω ένα ρολόι να μετρώ το χρόνο
Να ρυθμίζω έτσι τη ζωή μου
Από τον δραματικό λυρισμό στον ονειρικό παροξυσμό
Κώστας Κουτσουρέλης*
Οχτώ παράγραφοι για τον Γιώργη Παυλόπουλο
I.
Με την εξαίρεση των πρώτων πρώτων δημοσιευμάτων του στον περιοδικό τύπο, Γιώργη Παυλόπουλο ποιητή νεαρό δεν γνωρίσαμε. Το Κατώγι βγαίνει όταν ο Παυλόπουλος ζυγώνει τα πενήντα – δεν ξέρω άλλον ονομαστό ποιητή μας που να βγαίνει στα φόρα τόσο αργά. Όμως και στον τόνο της, η ατμόσφαιρα του πρωτόλειου βιβλίου του είναι υπερώριμη, για να μην πω γεροντική. Οι στίχοι του, αργόσυρτοι και βαρύθυμοι, γέμουν από σύμβολα, εικόνες και ρυθμούς δάνειους – από τα βάθη τους αντηχεί η φωνή του Γιώργου Σεφέρη. Λ.χ.:
Πιο χαμηλά το πέλαγο θρυμματισμένοφύλλα χρυσά σκοτεινιάζοντας στο κατέβασμα του αγέρα
ή
Κοντά σε τούτες τις πέτρες
μαύρες μέσα στο φως
ή
Ταξιδεύαμε απ’ την αυγή.
Στο πλευρό μας η θάλασσα
λαμπερή σα γιαταγάνι
κόβοντας ίσκιους από πεύκα
ή ακόμη
Από τότε πολλές φορές άκουσα τη φωνή της
ξυπνώντας μέσα σ’ αυτό το φως
μαύρο σαν ένα μελίσσι
που μου έτρωγε τα μάτια
κ.ο.κ., κ.ο.κ. Η αλληλογραφία Σεφέρη-Παυλόπουλου είναι σε πολλά αποκαλυπτική για τη σχέση του δασκάλου με τον υπερήμερο ήδη μαθητή. Ο πρεσβύτης ποιητής θα φροντίσει για την έκδοση της συλλογής του ομοτέχνου του, θα αναλάβει ακόμη και το παρεδώσε με τον εκδότη, θα του κάνει παρατηρήσεις πάνω σε συγκεκριμένους στίχους. «Και το νερό ρόδινο γύρω στα λαγόνια της» γράφει αρχικά ο Παυλόπουλος στο ποίημα "Αλφειός". Νερό ρόδινο, δυο ρο απανωτά, κακοφωνία, του υποδεικνύει ο Σεφέρης, κάν’ το καλύτερα «το ρόδινο νερό». Και ο Παυλόπουλος πράγματι τον ακούει.
ΙΙ.
Με βήμα γερό ενδιάμεσο το Σακί του 1981, τον απογαλακτισμό ο Παυλόπουλος τον επιτυγχάνει πλήρως μόλις στα 65 του χρόνια, το 1988-1989, όταν δημοσιεύει ταΑντικλείδια. Στο μεταξύ έχει πεθάνει και ο ποιητής της Στροφής και ο στενός φίλος και συντοπίτης του Παυλόπουλου, Τάκης Σινόπουλος, συμμαθητής του παιδιόθεν στα θρανία της ποίησης, και ιδίως αυτά του Σεφέρη. Όσοι αρέσκονται στους ψυχαναλυτισμούς, θα βρουν στη σύμπτωση τη χρονική πολλά να σχολιάσουν. ΤοΚατώγι βγαίνει στα 1971, χρονιά που εκδημεί ο Σεφέρης, και το ομότιτλο ποίημά της του είναι αφιερωμένο. Η δεύτερη συλλογή του Παυλόπουλου, το Σακί, κυκλοφορεί δέκα χρόνια αργότερα, το 1981, τη χρονιά που πεθαίνει ο Σινόπουλος, και περιέχει κι εκείνη ένα ποίημα αφιερωμένο στον επί δεκαετίες πολλές συνοδοιπόρο (κάποια από τα πρώτα ποιήματα του Σινόπουλου, θυμίζω, είναι γραμμένα από κοινού με τον Παυλόπουλο). Φέρει τον βιογραφικό, προφανώς, τίτλο "Ιβήρων 14, 1949".
Στην τρίτη συλλογή του Παυλόπουλου, τα Αντικλείδια, που είναι η πρώτη ολότελα χαρακτηριστική του και περιέχει μερικούς από τους γνωστότερους στίχους του, υπάρχει κι εκεί ποίημα αφιερωμένο σε ομότεχνο, και πάλι όνομα σημαντικό για τον γράφοντα. "Χαιρετισμός στον Jorge Luis Borges" διαβάζουμε κάτω από τον τίτλο "Ο ποιητής και το φεγγάρι". Είναι το τέταρτο στη σειρά.
ΙΙΙ.
Τι παράδοξο όμως… Ενώ ο Παυλόπουλος των πρώτων συλλογών λαχανιάζει κάποτε στην προσπάθειά του να συντονιστεί με το parlando το σεφερικό, πατώντας την έβδομη δεκαετία της ζωής του μεταμορφώνεται. Υπάρχει εδώ μια ματιά νεανική που εμψυχώνει τους στίχους του, μια ευθυμία πηγαία, μια παιδική ή εφηβική χαρά πίσω απ’ τις λέξεις του, που τη συναντάει κανείς ατόφυα ιδίως στα ερωτικά, σαρκικά του ποιήματα. Γιατί αυτός ο ώριμος Παυλόπουλος, σε αντίθεση με τον παλιότερο σύνοφρυ εαυτό του, είναι ποιητής ανάλαφρος και παιγνιδιάρης, θα ’λεγε κανείς σκανταλιάρης ενίοτε.
Έτσι είναι δε και οι ηρωίδες του: Η Δηιδάμειά του λ.χ. στο ποίημα "Το άγαλμα και ο τεχνίτης"· ή η καλόγρια απ’ τα Στροφάδια στη "Δαμάλα" που ως άλλη Πασιφάη συνευρίσκεται με τον ταύρο· ή η μικρή αδελφή της νύφης από την "Δοκιμή". Κι ακόμη το κορίτσι από την "Πληρωμή της ηδονής" ή το άλλο από το "Πρώτο δειλινό", ποιήματα που και τα δυο εξιστορούν καταπώς μοιάζει νεανικούς έρωτες.
Εφεξής, τα κορίτσια δεν θα λείψουν ποτέ από τη ποίηση του Παυλόπουλου. Θα τα συναπαντήσουμε στο πρόσωπο της Σαχραζάτ της παραμυθολόγας και της γύφτισσας της γλωσσούς, θα τα βρούμε ως μικρές πριγκίπισσες ή ως χορεύτριες ερωτύλες που ξέρουν να μας προκαλούν μες σ’ ένα χαϊκού:
Όταν χορεύεισηκώνει τη φούστα της
να δω την ελιά
Ή και μας περιπαίζουν:
Τρεις φίλοι παίζαν
στα ζάρια το φιλί της.
Κι άλλος το πήρε.
Θα τα συναντήσουμε με πλήθος ονόματα, σε ένα σωστό προσκλητήριο καλλονών, στην "Άνθεια":
Ήταν η Φαμπιόλα η Κολομβιάνα στην Καρθαγένηκαι η Κάρμεν η φωτιά στο Σαλβατόρ
και η φτωχή Αλίσια στην Περέιτα.
Ήταν η Ηραχίλντα το μανεκέν στο Σάντος
και στο Μπουένος Άιρες η Ρίτα η χορεύτρια
και στο Πουέρτο Μοντ η Γκλόρια η Χιλιανή.
Ήταν η Ρεγγίνα στο Ρίο ντε Τζανέιρο
και η Τουρκάλα η Οϊά στη Σμύρνη
και στο Ταγγάρ της Σενεγάλης μια μαύρη Μαριάννα.
Όλες ωραίες μέσα στη νύχτα.
Θα τα δούμε μέσα στο ασανσέρ, αρρεβωνιάρες του αφεντικού, και ωστόσο δοτικές σε ένα φιλί κλεμμένο:
Ένα πρωί που ανεβαίναμε τη φίλησα
και φτάσαμε στον ουρανό
και κόλλησε το ασανσέρ στα σύννεφα
Κάποτε συναντάμε και γυναίκες ωριμότερες, εκείνη λ.χ. την «κυρία που λάτρευε τις τέχνες» ή τη θειά Σουλτάνα τη πεντάμορφη της Σμύρνης. Όμως τότε είναι οι θαυμαστές τους νεαροί, γενικά οι εραστές στον Παυλόπουλο είναι νέοι: ο μικρός ζαχαροπλάστης με το ζαχαρένιο του κεντρί, και ο θρασύς ανιψιός του θείου τού Σέχα, ή ακόμη το όμορφο δεκαεννιάχρονο παιδί με τα μελαγχολικά μάτια της "Φωτογραφίας". Ο Παυλόπουλος είναι ο ποιητής των νεαρών ερώτων.
ΙV.
Πάντως, η γυναικεία μορφή που συμβολίζει στο πρόσωπό της (θα ’πρεπε ίσως να πω: στο κορμί της) τη Γυναίκα στον Παυλόπουλο είναι βέβαια η "Κόρη της Αβύσσου". Το ποίημα έχει μια ιδιαίτερη θέση στο έργο του, ας είναι και επειδή ανήκει στα ελάχιστα του δημιουργού του που είναι έμμετρο και ομοιοκατάληκτο.
Ο τύπος του κοριτσιού που περιγράφει ο Παυλόπουλος ως μοτίβο λογοτεχνικό είναι ίσως κοινότοπος – κάτι μεταξύ femme fatale και αστικής νεράιδας ξεμυαλίστρας, μια γυναίκα αράχνη που φλερτάρει διαρκώς με τον έρωτα και τον θάνατο – πόσες και πόσες φορές δεν την έχουμε συναντήσει στη μυθολογία, τη λογοτεχνία ή τον κινηματογράφο; Είναι το ανυπότακτο αιώνιο θήλυ που με την ακατανίκητησαγήνη του καταργεί συμβάσεις και φρόνηση και φέρνει τα θύματά του σύρριζα στην κόψη του κινδύνου. Και που κανένα δόλιο βέλος και καμιά σαΐτα απατηλή δεν λείπει απ’ τη φαρέτρα της.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Ασφαλώς, υπάρχουν συγγραφείς, ο Παλαμάς λ.χ. με την Τρισεύγενη ή ο Ελύτης με τηΜαρία Νεφέλη του που έχουν πλάσει πιο ευφάνταστους χαρακτήρες πατώντας πάνω στο ίδιο μοτίβο. Όμως το ποίημα του Παυλόπουλου είναι τερπνό όσο λίγα και ξεχωρίζει για τη λυρική του δύναμη και τη γλαφυρή εικονοποιία του.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα τηςκι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μʼ αρέσει.
Και μʼ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.
V.
Ποίημα αυστηρό, έμμετρο και ομοιοκατάληκτο, είναι και "Ο λύκος και ο έρωτας" που, δημοσιευμένο στην τελευταία ημιμεταθανάτια συλλογή του ποιητή, το Να μη τους ξεχάσω, παραπροτελευταίο στη σειρά μάλιστα, είναι σαν να επιλογίζει όλον τον ερωτικό Παυλόπουλο. Το παραθέτω γιατί με το θυμόσοφο κέφι του εικονογραφεί ιδανικά όλα όσα υπαινίχθηκα για εκείνον πιο πάνω:
Με τον φίλο μου το λύκο
τον δειλό τον κουτοπόνηρο
περπατούσαμε μαζί
μες στο σκοτεινό μου όνειρο.
Και του λέω Λύκε πες μου
τι να κάνω με τον έρωτα
όλα είναι κει θολά
μυστήρια κι αφανέρωτα.
Και μου λέει άκου Γιώργη
δε θα λύσω τ’ ανεξήγητα
γλέντησε μ’ όσες μπορείς
τ’ αμπέλια είναι ατρύγητα.
Άι στο διάβολο του λέω
αχρείε κι αλιτήριε.
Και το χτήνος μ’ απαντά
να σε φάει ο λύκος κύριε.
Πλάι σ’ αυτό, αν μετράω καλά, έμμετρος και ομοιοκατάληκτος είναι μόνον ο "Νεκρός" από το Κατώγι, ποίημα από τα επιτυχημένα του πρώτου Παυλόπουλου, και το πρωιμότατο, αφού γράφτηκε στα 1946, "Νέοι ποιητές εις το Ρωσικόν", το οποίο ο δημιουργός του θα το θυμηθεί εξήντα και βάλε χρόνια αργότερα και θα το περιλάβει, πρώτο μάλιστα, στο Να μη τους ξεχάσω. Δεν ξέρω αν στα χαρτιά του σώζονται ποιήματα συγκρίσιμα, και τι αξίζουν. Πάντως, αν κρίνω και από τις επιδόσεις του στο χαϊκού, άλλη αυστηρή φόρμα αυτή, ίσως είχαμε εδώ μια ευκαιρία που πήγε χαμένη για τον ποιητή, μια ευκαιρία εκφραστική να ποικίλει τους τρόπους του. Αυτός ο ελευθεριάζων τόνος της μεσοπολεμικής στιχουργίας, με την ελεγειακή και συνάμα σατιρική του φόρτιση, του ταίριαζε, έχω την εντύπωση. Και η σημασία που μαθαίνουμε ότι στα στερνά του απέδιδε στην "Κόρη της Αβύσσου", δείχνει ότι είχε επίγνωση του πράγματος.
VΙ.
Από το Κατώγι ώς τα Αντικλείδια ο Παυλόπουλος κάνει ένα διπλό πέρασμα που σφραγίζει την ώριμη ποίησή του. Από την ιστορία περνάει στον μύθο, και από τον βιωμένο κόσμο των παθών στον συμβολικό κόσμο των ονείρων. Έκτοτε οι άμεσες ιστορικές αναφορές, οι μνήμες του πολέμου, της κατοχής, του εμφύλιου, της δικτατορίας, που στις δυο πρώτες συλλογές δίνουν τον τόνο εκλείπουν. Τη θέση τους παίρνουν μικρά αφηγήματα χωρίς χωροχρονική σήμανση, τα εθνικά συμβάντα και καθέκαστα δίνουν τη θέση τους σε μια μυθοπλασία πιο αφηρημένη. Πόλεμος πια είναι ο κάθε πόλεμος, φαντάρος είναι κάθε στρατιώτης, όλα τελούνται πλέον κάπως πιο αποστασιοποιημένα, σ’ ένα επίπεδο πιο συμβολικό. Ο ευθύς συγκεκριμένος κόσμος εξαχνώνεται, απορροφάται από τον διαθλασμένο κόσμο των αντικατοπτρισμών και των ονείρων.
Όπως στους μύθους του Μπόρχες, όπως στους μύθους του Κάφκα, που επίσης δίνει το παρών στα ποιήματα του Παυλόπουλου, όπως γενικά στους μύθους και στα παραμύθια, το πότε και το πού δεν μετρούν. Έχουμε προφανώς εδώ να κάνουμε με μια διαδρομή αντίθετη του Σεφέρη ή του Σινόπουλου, που συν τω χρόνω γίνονται όλο και πιο τοπικοί και ιστορικοί. Στον ώριμο Παυλόπουλο, αντίθετα, πολλά μοιάζει να γίνονται καθ’ ύπνον και κατ’ όναρ, κατά τη βύθιση στο ασυνείδητο ή κατά τις μετέωρες στιγμές της αφύπνισης, τόσο που η πραγματικότητα της εγρήγορσης να συγχέεται με εκείνη της νάρκης.
Διαβάζω μερικούς χαρακτηριστικούς στίχους από τα Αντικλείδια, από τα πρώτα τέσσερα ποιήματα της συλλογής: «Είδα όνειρο ήμουν ξυλοκόπος»· «Αυτή που βλέπεις ίσως τη φτιάχνεις χρόνια με το μυαλό σου / στο μόνιμο γκρίζο που προετοιμάζει τα όνειρα»· «Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους»· «Είναι μονάχα το ποίημα που πέρασε στον ύπνο του / και μάταια θα παλεύει να το θυμηθεί μετά». "Καταγραφή ονείρου" επιγράφεται ένα ποίημα, και ένα άλλο. μερικές σελίδες αργότερα, "Το θέατρο του ύπνου". Μερικά από τα διασημότερα ποιήματα της συλλογής είναι στην ουσία ενύπνια: "Η μύγα", "Το δωμάτιο η γυναίκα και το ποίημα", "Το παιδί και οι ληστές". Θυμίζω και το ιλιαδικό μότο της συλλογής: «Ὡς δ’ ἐν ὀνείρω οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν…»
Στο ποίημα "Ο Χοκουζάι και η Γυναίκα του Ψαρά" ο Παυλόπουλος είναι σαν να μας εξηγεί τη μέθοδό του.
Ίσως ο Χοκουζάι στο όνειρό του
είδε τη Γυναίκα του Ψαρά
να ονειρεύεται πως τη ζωγράφιζε γυμνή
καθώς την τύλιγε ολοένα και την έγλειφε
το χταπόδι του ονείρου της.
Ίσως η Γυναίκα του Ψαρά
είδε το Χοκουζάι στ’ όνειρό της
να ονειρεύεται πως τη ζωγράφιζε γυμνή
καθώς την τύλιγε ολοένα και την έγλειφε
το χταπόδι του ονείρου της.
Ίσως εμείς κοιτάζοντας τη ζωγραφιά του Χοκουζάι
βλέπουμε δυο όνειρα το ένα μέσα στο άλλο
δίχως να το ξέρουμε.
Το μοτίβο είναι βεβαίως παμπάλαιο. La vida es sueño, η ζωή είναι όνειρο, είναι ο τίτλος του έργου εκείνου που στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας το μνημείωσε με τον ιδεωδέστερο τρόπο. Και ο Παυλόπουλος, πράγματι, χαράζοντας αυτές τις γραμμές είναι σαν να υπομνηματίζει τον Πέδρο Καλδερόν ντε λα Μπάρκα, και τον μεγάλο μονόλογο του Σιγισμούνδου, του απεγνωσμένου ήρωά του:
Όνειρο βλέπει ο πλούσιος πως φυλάει
με κόπο τόσα πλούτη· όνειρο πάλι
βλέπει ο φτωχός τη φτώχεια τη μεγάλη
όνειρο αυτός που η τύχη του γελάει,
κι αυτός που με τις προσβολές χορταίνει
το μίσος του, κι αυτός που δάφνες δρέπει,
τι είν’ ο καθένας, σ’ όνειρο το βλέπει,
αλλά κανείς δεν το καταλαβαίνει.
Κι εγώ, το ότι ήμουν χθες σ’ ένα παλάτι,
όνειρο το ’δα· κι όνειρο είναι πάλι
πως στο κελί δεμένο μ’ έχουν βάλει.
Τι είν’ η ζωή; Ένα ψέμα, μια αυταπάτη,
μια χίμαιρα, μια σκιά. Στιγμή στου απείρου
το χάος είν’ ό,τι φαίνεται μεγάλο.
Γιατί η ζωή είν’ ένα όνειρο, τι άλλο!
Και τα όνειρα, είναι όνειρο του ονείρου.
(μτφρ. Ν. Χατζόπουλος)
VII.
Σε άλλα ποιήματα του Παυλόπουλου τη θέση του ονείρου, ως έτερης, διαφορετικής πραγματικότητας εντός και εκτός της κοινής, παίρνει ο καθρέφτης ή η μνήμη ή η θεατρική σκηνή. Όμως ο κυκλικός χαρακτήρας της σύλληψης διατηρείται. Μελετώντας το έργο του Αργύρη Χιόνη, ο Γιάννης Πατίλης ανέσυρε από εκεί τη φράση "το περιέχον περιεχόμενον" για να χαρακτηρίσει αυτού του είδους τις ουροβόρες συνθέσεις, τα ποιήματα δηλαδή που τρών και ξερνούν τον εαυτό τους επανερχόμενα διαρκώς στην πρώτη αφετηρία. Ο όρος ταιριάζει και στον Παυλόπουλο. Ακούστε το ποίημά του "Ο ταξιδιώτης":
Ένας ταξιδιώτηςαποκοιμιέται πάνω στ’ άλογό του
και βλέπει στ’ όνειρό του
πως τάχα το ταξίδι του
είναι ένα όνειρο
που το βλέπει κοιμισμένος
πάνω στ’ άλογό του.
Και ένα άτιτλο ποίημα του Χιόνη:
Μέσα στη μοναξιά μου είν’ ένα σπίτι
Όπου κατοικώ εγώ
Με μέσα μου τη μοναξιά μου
Όπου βρίσκεται το σπίτι
Όπου κατοικώ εγώ κι η μοναξιά μου
Ακούστε το "Στίχος ενύπνιος" του Παυλόπουλου:
Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα
τίποτε όμως δεν θυμόμουν
εκτός από ένα στίχο μονάχα:
Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα.
Και ένα τετράστιχο του Χιόνη, επίσης από το "Περιέχον Περιεχόμενον" του:
Είμαι χρόνος κι είμαι μες στο χρόνο
Είμαι ένα ρολόι κουρδισμένο ισόβια
Κι έχω ένα ρολόι να μετρώ το χρόνο
Να ρυθμίζω έτσι τη ζωή μου
Όμως Παυλόπουλος και Χιόνης έχουν και άλλα κοινά, πέρα από την κυκλικότητα της λυρικής τους σκέψης. Η αγάπη τους για τις απωανατολίτικες φόρμες και παραδόσεις είναι ένα τέτοιο. Και ένα άλλο ότι και των δυο τα ποιήματα είναι συχνά παραβολές ή αλληγορίες: μύθοι όπως είπα προηγουμένως. Μια συγκριτική τους εξέταση θα έφερνε πιθανόν στο φως περισσότερα.
VΙII.
Θα κλείσω με μια γενική παρατήρηση, χρήσιμη όμως για τη γενική αποτίμηση του Γιώργη Παυλόπουλου όπως φρονώ. Σε αντίθεση με τους περισσότερους ποιητές μας του Μεταπολέμου, που είναι ποιητές μιας διάχυτης στο έργο τους γενικής ατμόσφαιρας ή, σπανιότερα, ποιητές του εντυπωτικού αποσπάσματος ή του δυνατού μεμονωμένου στίχου, η βασική εκφραστική μονάδα στον Παυλόπουλο είναι το πλήρες, κατορθωμένο ποίημα Ο αναγνώστης από το πρώτο ξεφύλλισμα πέφτει πάνω σε τέτοια ποιήματα, που του τραβούν την προσοχή και στα οποία ανατρέχει διαρκώς. Ποιήματα εθιστικά και αλησμόνητα όπως "Της γύφτισσας", το "Παιδί και οι ληστές", το "Αισθηματικό". Πρέπει κανείς να ανατρέξει στην προνεωτερική εποχή για να συναντήσει κάτι παρόμοιο σε ποιητές μας σημαντικούς, όχι όμως και συγκαταλεγόμενους κατ’ ανάγκην στους αποκαλούμενους μεγάλους. Μιλώ για ανθρώπους όπως ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Τέλλος Άγρας. Σ’ αυτούς πλάι νομίζω, και σε ύψος ανάλογο, θα τοποθετήσει το μέλλον και τον Παυλόπουλο κάποια στιγμή. Πλάι δηλαδή σε σπουδαίους τεχνίτες που κατόρθωσαν ίσως όχι να αρθρώσουν ένα καθολικό και μεγαλεπήβολο όραμα για τον κόσμο, αλλά πάντως να διασώσουν κάποιες πολύτιμες στιγμές του, τρέποντάς τες σε λόγο ουσιώδη, τερπνό και ανεξίτηλο.
Τα προσωνύμια ποιητής μείζων ή κορυφαίος κρατούν βέβαια την αξία τους. Τη ζωή της ποίησης όμως την αληθινή, πάει να πει τη μύχια σχέση του έργου με τον αναγνώστη, είναι τέτοια ποιήματα που την κρατούν και τη διαιωνίζουν. Και είναι εγκώμιο μέγα για έναν ποιητή, ίσως το μέγιστο, να μπορούμε να πούμε ότι έχει ποιήματα τέτοια – και με το παραπάνω.
* Ο Κ. Κουτσουρέλης είναι ποιητής.
Έντυπη έκδοση
Επιμέλεια κειμένου: Μισέλ Φάις
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:Από τον δραματικό λυρισμό στον ονειρικό παροξυσμό